γκράτσια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκράτσια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκράτσια ἡ, ἐνιαχ. gράτσια Ζάκ. Κεφαλλ. Νάξ. γράτζα Σάμ. γράσια Κύπρ. γράσα Κύπρ. γράνσα Μυκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαziα = χάρις Πβ. καὶ τὸ βυζαντ. γράτζια Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις, στ. 296-7 (ἔκδ. Wagner, σ. 88) «ξεβάλλει, ἀπηλογιάζει τους, ἐβγαίνει καὶ κλειδώνει, | καὶ φαίνεται του κ᾽ ἔκαμε πολλὰ μεγάλα γράτζια». Ὁ τύπ. γράνσα διά τήν ὁμοιοκαταληξίαν τοῦ στίχου.

Σημασιολογία

1) Χάρις ἀπονεμομένη εἰς κατάδικον Κεφαλλ. 2) Ἐπὶ προσώπου, σώματος, κινήσεων, ὁμιλίας, χάρις, ὡραιότης Μύκ. Σάμ.: Μηγάρ᾽ ἔ᾽ γράτζα ἡ ὁμιλία τ᾽ ! Σάμ. || ᾎσμ. Πὰς τὸ φέραν ἀπ᾽ τὴ Βράντσα κιˬ ἔχει τὸ παιδί μου γράνσα (ἐκ βαυκαλ. Βράντσα = Φράντσα, ἡ Γαλλία) Μυκ. 3) Ὡς ἐπιφων., ἔκφρασις εὐγνωμοσύνης δι᾽ εὐχήν ἢ διά τινα προσφοράν, εὐχαριστῶ Ζάκ. - Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 60: Γκράτσια, μὰ ἔχω παρέα, ἀποκρίθηκε Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γρατσίας Νάξ. Κεφαλλ. καὶ Γράτσος Μῆλ. κ.ἀ. Πβ. ἄγρατσος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/