γκρέκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρέκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκρέκα ἡ, Ἀθῆν. Ἰων. (Μπουρνόβ.) Ναύστ. Στερελλ. (Περίστ. κ.ἀ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. gρέκα Ζάκ. (Κερ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grecα = μαιανδρικόν σχῆμα.

Σημασιολογία

1) Τὸ διακοσμητικὸν σχῆμα μαίανδρος συνηθέστατον εἰς τήν ἀγγειοπλαστικήν, την ἀρχιτεκτονικήν καὶ τὸ κέντημα Ἀθῆν. Ἰων. (Μπουρνόβ.) Στερελλ. (Περίστ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. κ.ἀ.: Ἤκαμε μιˬὰ γκρέκα γύρω-γύρω ᾽ς τὸ σεντόνι τση Μπουρνόβ. Οἱ γκρέκις εἶνι δύσκουλις κὶ δὲ γίνουντι μὶ σταυρουβιλουνιˬὰ Περίστ. 2) Εἶδος κάππας Ζάκ. (Κερ.) 3) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν χυτῶν, τεμάχιον σιδήρου τὸ ὁποῖον τίθεται ἐντὸς τοῦ χώματος τοῦ τύπου, διὰ νὰ συγκρατῇ τὸ χῶμα τῆς καρδιˬᾶς (= τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ μηχανήματος) Ναύστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/