Γκρέκιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γκρέκιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

Γκρέκιˬα ἡ, πολλαχ. Gρέιˬα Ἀπουλ. (Κοριλ.) Καλαβρ. (Ροχούδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. Γραικός, παλαιοτέρας ὀνομασίας τῶν Ἑλλήνων.

Σημασιολογία

Ἡ Ἑλλὰς εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ἑλληνοφώνων κατοίκων τῆς Κ. Ἰταλίας ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀλ-λόρα ἰσκαπ-πέτσαν ἀτ-τὴν Gρέια (= τότε ἐδραπέτευσαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα). Ἀπουλ. (Κοριλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/