βγατὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγατὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βγατὸς ἐπίθ. ἰβγατὴ ἡ, Μακεδ. (Καστορ.) βγατὸ τό, Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Λέσβ. Χίος κ.ἀ. ἀβγατὸ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἐκβατός: Κατὰ Κορ. Ἄτ. 1,165 ἐκ τοῦ βγαίνω. Τὸ οὐδ. βγατὸ ἐκ τοῦ μεσν. ἐβγατόν, δι᾿ὃ ἰδ. Δουκ. ἐν λ. αὐγατά.
Σημασιολογία
1) Θηλ. ἰβγατή, τὸ μέρος τῆς παραλίας ὅπου ἀποβιβάζεταί τις, ἀποβάθρα Μακεδ (Καστορ.) 2) Οὐδ., ἀποστημα, δοθιήν, ἰδίως περὶ τὸν λαιμὸν Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Λέσβ. Χίος κ.ἀ.: Ἔβγαλε τὸ παιδὶ βγατὰ Σαρεκκλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν Ἰδ. Δουκ ἔνθ’ ἀν. Συνὠν. ἰδ. ἐν λ. βγάλμα 7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA