βγώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βγώνω ἀμάρτ. ἐγβώνω Πόντ. (Κερασ. Ὄφ.) ἐβγώνω Πόντ. (Κερασ. Κοτυωρ Χαλδ.) ὀβγώνω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βγαίνω. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς -ώνω ρήματα.
Σημασιολογία
Ἐξέρχομαι ἔνθ’ ἀν.: Φρ.: Ἀσ’ σὸ στόμαν ἀτ’ μέλ᾽ ἐβγών’ (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ἡδεῖαν ὁμιλίαν, πβ. Ὁμ. Α 249 «τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ρέεν αὐδὴ») Χαλδ. || Παροιμ. Ἀσ’ σ’ ἕναν τ᾽ ὠτἰν ἐμπαίν’ κιˬ ἀπ’ σ᾿ ἄλλο ἐβγών’ (ἀπὸ τὸ ἕνα ἀφτὶ εἰσέρχεται καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ἐξέρχεται, ἐνν. ὁ λόγος, ἐπὶ τοῦ ἀπροσέκτου εἰς τοὺς λόγους τῶν ἄλλων ἢ τοῦ ἀπειθοῦς) Κοτύωρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA