γκρεμάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκρεμάρι τό, ἐνιαχ. gρεμνάρι Ζάκ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γκρεμινάρι Στερελλ. (Φωκ.) γκρεμνάρι Γ. Χατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 125, 145 γρεμ-μάρι Σύμ. gρεμ-μάρι Κῶς Σύμ. Τῆλ. κρεμ-μάρι Λέρ. Νίσυρ. Τῆλ. Χάλκ. κ-κρεμ-μάρι Χάλκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμός, παρὰ τὸ ὁπ:. καὶ τύπ. γκρεμνός, κρεμ-μὸς κλπ., καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρι.

Σημασιολογία

1) Τόπος βραχώδης, κρημνώδης Ζάκ. Κρῆτ. Κῶς Λέρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σύμ. Τῆλ. Χάλκ. - Γ. Χατζιδ. ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Τσουπάνης ἐκατέβην-νε ἀποὺ ψηλὸν κρεμ-μάρι Τῆλ. Ποῦ ἢξερα, μιˬὰ φουρνελιˬὰ νὰ βάω ᾿ς τὸ gρεμνάρι. ἀφοῦ τὸν ἢφερεν εὐτὸ τὸ Χάρο νὰ σὲ πάρῃ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θωρεῖ φουσσᾶτο τσῆ στεριˬᾶς κιˬ ἀρμάδα τοῦ πελάου, πάνω σὲ πέτρα πάτησε, σὲ ριζιμιˬὸ gρεμνάρι αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Gρεμνάρι Ζάκ. Gρεμνάρι τοῦ Χερουλιˬακοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γκρεμινάρι Στερελλ. (Φωκ.) Τῆς Κάπ-αρης - τῆς Σκάφης - τῆς Συκιˬᾶς τὸ Κρεμ-μάρι Τῆλ. ᾽Σ τὰ Χονdρὰ Γκρεμ-μάριˬα αὐτόθ. β) Σπήλαιον ὑπὸ κρημνώδη προεξοχὴν βράχου Κῶς Νίσυρ.: Ἅμα ᾿έμ ᾿bολλαρgέρνουν d᾽ ἀρνιˬὰ ᾽πὸ τὰ νgρεμ-μάρgιˬα, προμηνύεται γιˬερὴ βροὴ (᾽πολλαρgέρνουν = ἀπαλλαργάρουν = ἀπομακρύνονται) Κῶς. 2) Μεμονωμένος βράχος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὅλη ἡ σπηλιˬὰ εἶν᾽ ἕναν ἀλειφτὸ gρεμνάρι. Ἤλεα πὼς θὰ μπορέσωμε νὰ κόψωμε dὸ gρεμνάρι πού ᾽ναι μέσ᾽ ᾽ς τὸ μαερε͜ιό, μὰ δὲ d᾽ ἀξιωνούμεστα. Ἕνα gρεμνάρ᾽ ἐέξεχεν ἐκεῖ ᾿ς τὸ πεζούλι κ᾽ ἐθέλησα νὰ τὸ κόψω κ᾽ ἢρριξα κάτω τὸ πεζούλι. Θὰ δῇς δυˬὸ gρεμνάριˬα ν᾽ ἀνοίου gαὶ νὰ σφαλοῦνε καὶ μέσ᾽ ᾽ς εὐτὰ τρέχει τ᾽ ἀθάνατο νερό. 3) Μεταφ., εὔρωστος, ἀθλητικὸς ἀνὴρ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Σὰ gρεμνάρι ᾽τονε κιˬ ἀπέκε͜ιο πέθανε σὲ δυˬὸ μέρες. Καλέ, μὰ πῶς τὸ ᾽ονάτισεν ἡ ἀρρώστιˬα τὸ gρεμνάρι ἐκεῖνο! Συνών. βράχος Β, 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/