γραμάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γραμάδα ἡ, Μακεδ. (Νάουσ. Πάγγ. Φυτ. Χαλκιδ.) ἀγραμάδα Μακεδ. (Παγγ. Χαλκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ grαmαdα = σωρὸς πραγμάτων. Ἡ λ. κατὰ παρετυμολ. ἐκ τοῦ Βενετ. αgrαmαn ἐτυπώθη ὑπὸ τὸ λῆμμα ἀγραμάδα.

Σημασιολογία

1) Σωρὸς λίθων ἔνθ᾽ ἀν.: Μᾶσι τὶς πέτρις κὶ ρίχνι τ᾽ς σὶ μιˬὰ γραμάδα Μακεδ. (Φυτ.) Συνών. ἀρμακᾶς 1, τρόχαλος 2) Περίβολος ἀγροῦ, κήπου, οἰκίας κττ. Μακεδ. (Πάγγ.) Ἔπισι ἡ ἁγραμάδα ᾽ς τοῦ χουράφι μας. 3) Πέτρα ἐνσφηνωμένη εἰς ἀγρὸν Μακεδ. (Φυτ.): Δὲν οὐργώνιτι εὔκουλα, γιˬατ᾽ ἔ᾽ πουλλὲς γραμάδις. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γραμάδα καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. Ν. Γ. Λέκκα, Αἱ 750 μεταλλ. πηγαὶ τῆς Ἑλλάδ, 121.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/