γράμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γράμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γράμμα τό, κοιν. καὶ Καππ. (Μισθ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Οὶν. Ὄφ. Σεμέν. Σινασσ. Σούρμ.) Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Μέλαν. Πραστ. Τυρ. Χαβουτσ.) γράμ-μα Ἀπουλ. (Καλημ.) Ἀστυπ. Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) Ἰκαρ. Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο. Βουν. Χωρίο. Ροχούδ.) Κάλυμν. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. Χίος (Πυργ.) γράμμαν Πόντ. (Ἀντρεάντ. Ἴμερ. Κάρς Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Οὶν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.) γράμ-μαν Κύπρ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ.) Χίος (Πισπιλ.) gράμ-μα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτ. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ.) γάμμα Λέσβ. γάαμμα Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γράμμα. Διὰ τοὺς τὐπ. γάμμα καὶ γάαμμα βλ. Ρ.Kretschmer, Der Lesb. Dial., 159.

Σημασιολογία

1) Γραφικη παράστασις, ζωγραφιά, χρώμα Α. Ρουμελ. (Καρ.) Κάρπ. Κάσ. Μακεδ. (Βόιον Κοζ.): Ἰκεῖ δείχ᾽ τοὺ τ᾽βάρ᾽, εἶι κὶ γράμματα (γραφικαὶ παραστάσεις) Κοζ. || ᾌσμ. Κιˬ ἀγόρασέ με ᾽ξυβλαττιˬά, συριˬώτικο ζουνάρι καὶ σκουλαρίκιˬα μὲ χορδές, καλέριˬα μὲ τὸ γράμμα (᾽ξυβλαττιˬὰ = ὀξυβλαττιˬά = πολυτελὲς ἔνδυμα ἐκ βλαττίου, καλέριˬα = ξύλιναι ἐμβάδες) Καρ. Χείλη φτενὰ τσαὶ κότσινα, μακρὰ μαλλτσὰ τσαὶ μαῦρα, πάνω ᾽ς τὰ μαουλάτσιˬα σου τῆς Παναγιˬᾶς τὸ γράμμα Κάρπ. Νὰ πάρῃς ροῦχου κόκκινον, ζουνάρι μὶ τοὺ γράμμα Βόιον. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Βλ. Πλάτ., Πολ. 472d «Οἴει ἂν οὖν ἧττόν τι ἀγαθὸν ζωγράφον εἶναι ὃς ἂν γράψας παράδειγμα οἷον ἂν εἴη ὁ κάλλιστος ἄνθρωπος καὶ πάντα εἰς τὸ γράμμα ἱκανῶς ἀποδοὺς μὴ ἔχῃ ἀποδεῖξαι ὡς καὶ δυνατὸν γενέσθαι τοιοῦτον ἄνδρα;» 2) Στοιχεῖον, γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Οὶν. Ὄφ. Σάντ. Σεμέν. Σινασσ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Τὰ γράμματα εἶναι εἴκοσι τέσσερα. Γράφω μεγάλα - μικρὰ - στρογγυλὰ - κεφαλαῖα γράμματα. Εἶναι γράμματα μὲ τὸ χέρι - τοῦ τύπου - Βυζαντινὰ - Ἑλληνικά - Γαλλικὰ - Τουρκικὰ κ.λ.π. Εἶναι τὸ ὄνομά του γραμμένο μὲ χρυσὰ - μὲ μαῦρα γράμματα. Τὸ πρῶτο – τὸ τελευταῖο γράμμα. Εἶναι σβημένα τὰ γράμματα. Γράφει μικρὰ γράμματα, δὲ διˬαβάζονται κοιν. Ἐβγαλλω τὰ γράμματα (διακρίνω τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀλφαβήτου εἰς γραπτὸν κείμενον) Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.). Ἡ λειτουργία γραμμένη μὲ γράμμα Φράτζικο Κορσ. Gράμματα Ορέκα (Ἑλληνικὰ γράμματα) Καλαβρ. (Μπόβ.) || Φρ. Παίζω κορώνα-γράμματα (ἐπὶ παίδων, ὅταν παίζουν μεταξύ των μὲ μικρὰ νομίσματα, τὰ ὁποῖα ἀναρρίπτουν καθορίζοντες ἐκ τῶν προτέρων τῆν ἐπιφάνειαν τὴν ὁποίαν προτιμοῦν. Διὰ τοῦ ὅρου γράμματα νοεῖται ἡ πλευρὰ εἰς τὴν ὁποίαν ἀναγράφεται ἡ ἀξία τοῦ νομίσματος, διὰ δὲ τοῦ ὅρου κορώνα ἡ πλευρὰ εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται ἡ ἀνάγλυφος μορφὴ ἢ ἑτέρα παράστασις) κοιν. Παίτσω κορώνα - γράμματα (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) Κορώνα-γράμματα (κλήρωσις, είς παιδιάς, ὅπου οἱ παῖκται προκειμένης ἐκλογῆς θέσεως ἢ καθορισμοῦ προτεραιότητος εἰς τὴν ἔναρξιν τῆς παιδιᾶς ἀναρρίπτουν νόμισμα λέγοντες τὴν φράσιν αὐτήν. Κερδίζει δὲ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ προβλέψῃ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ νομίσματος) κοιν. Συνών. στριφτό, τουρᾶ - γαζί. Παίζω τὴ ζωή μου κορώνα-γράμματα (ριψοκινδυνεύω) κοιν. Τὸν ἔφερε κορώνα-γράμματα (ἐπεκράτησε τινὸς εἰς διαμάχην, πάλην, ἀντιπαράθεσιν, συζήτησιν) κοιν. Θὰ ᾽ρθῇ κορώνα-γράμματα (θὰ ύποστῆ ζημίαν, θὰ ἀνατραποῦν τὰ σχέδιά του, ἐνῷ ἐξ αὐτῶν προσεδόκα ὄφελος) Πελοπν. (Κοπαν.) Κατὰ γράμμα (λεπτομερῶς) κοιν. Τὸ γράμμα τοῦ νόμου (ἡ κατὰ λέξιν, ἡ περιωρισμένη ἑρμηνεία τοῦ νόμου) λόγ. σύνηθ. ἀντίθ.. φρ. Τὸ πνεῦμα τοῦ νόμου (ἡ εὐρυτέρα ἔννοια τοῦ νόμου). Ἑρμηνεία κατὰ γράμμα (ἡ κατὰ λέξιν ἀκριβὴς ἑρμηνεία) λόγ. σύνηθ. Νεκρὸν γράμμα (ἐπὶ θεσμοῦ ἢ νόμου ἢ κανόνος περιελθόντος εἰς ἀχρηστίαν) λόγ. σύνηθ. Περὶ γραμμάτου (ἐγγράφως) Κρήτ., ἀντίθ. φρ. Ξεστομάτου (προφορικῶς) || Παροιμ. Ἄσπρο χαρτί, μαῦρα γράμματα (ἐπὶ τῶν εὐήθων, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν τὰ πράγματα ὑπὸ τὴν ἀπλουστέραν των μορφήν). Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 34, 446 || Αἰνίγμ. Ξέρω ἓνα πραματάκι, γραμματικὸς δὲν ἔναι, γράμματα δὲν ξέρει, περπατεῖ καὶ γράφει (ὁ κοχλίας) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Μετρῶ τὰ βρίσκω τέσσερα, διˬαβάζω λείπει ἕνα. Μὰ πο͜ιὸς αὐτὰ τὰ γράμματα μοῦ τά ᾽χει μαγεμένα; (ἡ λ. τρία) Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Συνών. χαρακτῆρας, ψηφί. 3) Ἡ γραφή, τὸ σύνολον τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου εἰς συνδυασμὸν λέξεων καὶ νοημάτων Α. Ρουμελ. (Καρ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): ᾎσμ. Κιˬ ἀπ᾽ τὸ πολὺ τ᾽ ἀνέγνωμα κιˬ ἀπ᾽ τὸ πολὺ τὸ γράμμα ἐσείστηκαν τὰ χέριˬα του κ᾽ ἔπεσεν ἡ μελάνη Καρ. 4) Ὁ γραφικὸς χαρακτὴρ τοῦ ἀτόμου κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ.) Τσακων.: Δὲν εἶναι δικά μου αὐτὰ τὰ γράμματα Γνωρίζω τὰ γράμματά μου. Προσπάθησε νὰ ἀλλάξῃ τὰ γράμματά του, γιˬὰ νὰ μὴν τὸ καταλάβω. Νὰ γράψῃς γράμμα μὲ τὰ γράμματά σου κοιν. Ἔει καλὸ γράμμα Κορσ. Ἀτὸ τὸ γράμμα οὔτσ᾽ ἔν᾽ καλὸ Ὄφ. Ἔνταϊ τὰ γράμματα εῖνι τοῦ Νιχάλη (= αὐτὰ τὰ γράμματα, ὁ γραφικὸς χαρακτήρ, εἶναι τοῦ Μιχάλη) Τσακων. Ὄ ᾽ ποιούκα γράμματα ὁ Μανόλη (= δὲν κάνει καλὰ γράμματα ὁ Μανόλης) αὐτόθ. Ἡ σημ. ἤδη Βυζαντ. Βλ. Μαχαιρ. (ἔκδ. R. Dawkins) 1, 42 «ἔγραψεν ἡ ρήγαινα χαρτὶν μὲ τὰ γράμματά της». 5) Ἡ ἐπιστολή, ἡ ἔγγραφος παραγγελία κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Κοριλ. Στερνατ.) Καππ. (Φλογ.) Ποντ. (Ἀντρεάντ. Κάρς Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Βάτικ. Καστάν. Χαβουτσ.): Γράμμα ἀνοιχτὸ - κλειστὸ - ἁπλὸ - συστημένο - ἀεροπορικὸ - ἀνώνυμο - ἀνυπόγραφο - καλογραμμένο - κακογραμμένο - ἐρωτικὸ - συστατικὸ - εὐχαριστήριο - συλλυπητήριο - ἐπεῖγον. Ἔγραψα - ἔκαμα - ἔλαβα - πῆρα - ἔδωκα - ἔστειλα - εἶχα ἕνα γράμμα Ἀπὸ τότε δὲν ξανάστειλε γράμμα κοιν. Τὸ γράμ-μὰν ἔν ἀνάν-νοιχτο Κύπρ. Ἔκ᾽ ἔχου γράμμα ἀπὸ τὸν ὑέσι (εἶχε γράμμα ἀπὸ τὸν ὑιόν του). Τσακων. Ἔα νὰ μὶ ζβάϊσερε τὸ γράμμα (ἔλα νὰ μοῦ διαβάσης τὸ γράμμα) αὐτόθ. Ἦρτεν ὁ ταυδρόμος τ᾽ ἤφερεγ γράμ-ματα Κάλυμν. Κῶς Νίσυρ. Σύμ. Τῆλ. Τὸ γράμμαν ᾽ς τὸ γράμμαν ἀπάν᾽ ἔστειλεν (ἔστειλεν ἀλλεπαλλήλους ἐπιστολὰς) Χαλδ. Πᾶσε ταιρέ ἔμ᾽ ἔχου νὰ λάβου γράμμα ντι ὄ ᾽μι ξέρου τσ᾽ ἔ᾽ τάχουντα (πολύν καιρὸ ἔχω νὰ λάβω γράμμα σου, δὲν ξέρω τί τρέχει) Καστάν. Ἔγραψα ἕνα γράμμα ᾽ς σὸν ἀδελφόν μ᾽ Ὄφ. Κονσούρτσια ἐκάνα gαὶ γράμματα ἐbέbα gάθα τόσο ᾽ς τσὶ ναυρίχους οἱ μεγάλοι μας (συμβούλια ἔκαναν καὶ ἐπιστολὰς ἔστελναν κάθε τόσον εἰς τούς ναυάρχους οἱ κυβερνῆται μας) Κρήτ. (Χαν.) || Φρ. Μαζεύει γράμματα γιˬὰ τοὺς ἀπεθαμένους (ἐπὶ τοῦ ἑτοιμοθανάτου, ἐκ τῆς συνηθείας κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ γυναῖκες, ἐνῷ μοιρολογοῦν, τοῦ παραγγέλλουν νὰ φέρη μηνύματα εἰς τούς ἀποθανόντας συγγενεῖς των) πολλαχ. Παίρνει γράμματα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. Συνών. φρ. Μαζεύει ὐπογραφές. Τὸ πάει τὸ γράμμα (ἐπὶ κόρης ἢ γυναικὸς ὡρίμου ἐπιρρεποῦς είς ἐρωτικὰς σχέσεις καὶ ἱκανῆς ἑπομένως νὰ διαβιβάση ἐντέχνως καὶ κρυφίως ἐρωτικὰς ἐπιστολὰς) σύνηθ. Διˬαβάζει βουλλωμένο γράμμα (εἶναι λίαν ὀξυδερκὴς) Λεξ. Ἠπίτ. Μαῦρα γράμματα νὰ σοῦ ᾽ρθουνε! (εἰδήσεις περὶ θανάτου συγγενοῦς νὰ σοῦ ἔλθουν· ἀρὰ) Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Κουβάνιˬου γράμμα νὰ ντὶ μόλῃ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Τσακων. Ἔγραφε γράμμα τοῦ γραμμάτου (ἔγραφεν ἐπανειλημμένως) Ἰκαρ. || ᾌσμ. Νὰ γράφω μιˬὰ ψιλὴ γραφὴ κ᾽ ἕνα κομμάτι γράμμα, νὰ στείλω ᾽ς τὴν ἀγάπη μου, ᾽ς τὴν ἔρημη μαννούλα Θρᾴκ. (Αἶν.) Τὸ Μάη τοῦ ᾽ρθαν γράμματα νὰ πάῃ μὲ τὰ καράβιˬα Πελοπν. (Κορινθ.) Χαμπερολόγος γνωστικὸς ποὺ πάει ᾽ς τὸν κάτου κόσμο, ὅπ᾽ ἔχει λόγιˬα νὰ ντοῦ πῇ καὶ γράμμα νὰ ντοῦ δώσῃ Πελοπν (Καρβελ.) Γράμμα ἔλαβα ἀπὸ τὰ γινικά μου, μὲ παντρέψανε κοντὰ ᾽ς τὴ γειτονιˬά μου (γινικὰ = γονικὰ) Πελοπν. (Ἄρν.) Ὁ στρατιώτης ᾽ς τὸ στρατὸ κάλλιˬο ᾽χει ἕνα γράμμα παρὰ δέκα συσσίτια μέσα ᾽ς τὴν καραβάνα Πελοπν. (Ναύπλ.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχαία βλ. Ἡρόδ. 5, 14 «γράφει γράμματα Μεγαβάζῳ». Πβ. καὶ τὸ Βυζαντ. παρὰ Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ στίχοι (ἔκδ. Wagner, σ. 64) στ. 38-39 «ἄλλον ποτ᾽ ἐκ τὰ χέρια μου ποσῶς ού βρίσκεις γράμμαν | ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἀπὸ τὸ στόμα μου λόγον διὰ τέτοιον πρᾶγμαν». Συνών. γραφή, ἐπιστολή, χαρτί. β) Ἔγγραφος ὑπόσχεσις, συμφωνητικόν, συμβόλαιον Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 121: Γράψε, Γιάννη, γράμματα καὶ βάλε τ᾽ ὄνομά σου (ἐπὶ ἀφερεγγύων, ἐπὶ τῶν ἀγοραζόντων ἐπὶ πιστώσει). Ἡ σημ. καὶ εἰς συμβόλαια τοῦ 1825 ἐξ Ἀθηνῶν. Βλ. Γ. Πετροπ., Νοταρ. πράξ. Ἀθην. 114, 33 καὶ 419, 15 «μὲ τὸ νὰ ἔχῃ εἰς τὸ γράμμα τῆς μαμμῆς μέσα χάρη καὶ τρία ἐλαιόδενδρα» καὶ «πωλητήριον γράμμα». 6) Τὸ περιεχόμενον βιβλίου ἢ γενικῶς ἐντύπου Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Τραπ.): Ντὸ λέγ᾽νε τὰ γράμματα; (ἐρώτησις πρὸς ἀναγιγνώσκοντα βιβλίον) Τραπ. Τί λέει τὸ γράμμα; (= ἡ ἐφημερὶς) Μπόβ. β) Αἱ ἀκολουθίαι αἱ ὁποῖαι ἀναγινώσκονται ἢ ψάλλονται εἰς τὴν ἐκκλησίαν εἰς ἡμέραν ἑορτῆς ἢ αὐτὰ τὰ ἱερὰ βιβλία πολλαχ. καὶ Καππ. Μισθ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Πραστ. Χαβουτσ.): Ὁ παππᾶς δὲν τὰ λέει καλὰ τὰ γράμματα πολλαχ. ᾽Σ τὸ γάμο δὲν τὰ διˬάβασε ὅλα τὰ γράμματα πολλαχ. Πολλὰ γράμματα εἶεν ὀσήμερον (πολλὰ ἀναγνώσματα εἶχε σήμερον εἰς τὴν ἐκκλησίαν) Πόντ. Ψέλνουν ὡρισμένα γράμματα γιˬὰ νὰ φύγουν τὰ κακὰ διμόνιˬα ἀπ᾽ τοὺ σπίτ᾽ Θεσσ. (Μελιβ.) Τέλος πάντω, τὸ μυστήριο τὸ ἴδιˬο εἶναι. τὰ ἴδια γράμματα (ἡ ἴδια ἀκολουθία) Ἄνδρ. (Κόρθ.) Πές μας τὰ γράμματα, Δέσποτα Κεφαλλ. Νὰ πᾷς ᾽ς τὸ σκολε͜ιὸ νὰ μάθῃς νὰ διˬαβάζῃς τὰ γράμματα ᾽ς τὴν ἐκκλησία αὐτόθ. Σ᾽ ἔκ᾽ ἔχου ζβαΐστὰ ὸ παππᾶ τὰ γράμματα (εἶχε διαβάσει ὁ παππᾶς τὴν ἀκολουθίαν) Πραστ. Οὕλο μὲ τὰ θεοτικὰ γράμματα ᾽ποσκολε͜ιέται Πελοπν. (Γαργαλ.) Καὶ θέλω ὀσήμερον, μὲ τ᾽ ἔδεβάσταν τῆ γραμματίων τὴν χάρ᾽, νὰ δίς με τὸ λόγο σ᾽ (καὶ θέλω σήμερον, μὲ τὴν χάριν τῶν ἱερῶν γραμμάτων τὰ ὁποῖα ἀνεγνώσθησαν, νὰ μοῦ δώσης τὸν λόγον σου) Φ. Φιλιππίδ., Σταῦρ. Σταυρούλ., 26 || Φρ. Τὰ νεκρικὰ γράμματα (ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία) Προπ. (Ἀρτάκ.) Τὰ νεκρίτικα γράμματα (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. Παναᾶς τὰ γράμματα (ὁ ἐπιτάφιος θρῆνος) Μισθ. Μὰ τὰ ὀσημερ᾽νὰ γράμματα (ὅρκος· μὰ τὰ ἱερὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔψαλαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν) Ὄφ. Τοὺν ἔπιˬασαν τὰ γράμματα (λέγεται δι᾽ ὅσους λιποθυμοῦν εἰς τὴν ἐκκλησίαν λόγῳ ἐλλείψεως ὀξυγόνου) Μακεδ. (Δεσκάτ. κ.ἀ.) || Παροιμ. φρ. Ἐσύ, Παναγία μου, τὰ ξέρεις τὰ γράμματα, ἐγὼ τὰ ξέρω, τί τὰ θέλομε νὰ τὰ λέμε; (ἐπὶ ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἀποφεύγουν τὰς ἀποδείξεις διὰ πράγματα τὰ ὁποῖα εἶναι φανερὰ) Πελοπν || ᾌσμ. Παππᾶδες σὰν τὴν εἴδανε, ᾽χάσαν τὰ γράμματά τους καὶ τὰ μικρὰ διˬακόπουλα ᾽χάσανε τὰ χαρτιˬά τους Λέσβ. Τὸ ᾆσμ. είς παραλλαγ. πολλαχ. Πᾶψε, παππᾶ, τὰ γράμματα, νονέ μου, τὰ στεφάνιˬα, καὶ τὸ ντουφέκι πὅπεσε θαρῶ τ᾽ εἶναι τοῦ Κώστα Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) Ὄχι, μὰ τ᾽ ἅγιˬα γράμματα καὶ μὰ τὸ ἅγιˬο φῶς μου καὶ δὲ dὸ ᾽ρίζω, ἐφέdη μου, τὸ σπίτι τὸ δικό μου Κρήτ. (Ἀρχάν.) Γιˬὰ ᾽κοῦσε, νύφη, ᾽κοῦσε | τὶ λέει τὸ βαγγέλιˬο τὶ ᾽μολογάει τὸ γράμμα, τίμα τὸν πεθερό σου, νὰ σὲ φωνάζῃ νύφη (γράμμα = ἡ Ἁγία Γραφὴ) Ἤπ. (Τσαμαντ.) Σὰ λέγανε τὰ γράμματα, | μὲ πήρανε τὰ κλάματα κιˬ ὅταν ᾽βάλαν τὸ στεφάνι, | μαῦρος οὐρανὸς μ᾽ ἐφάνη Πάρ. (Νάουσ.) 7) Τὸ ρητόν, τὸ γνωμικὸν Μακεδ. (Σισάν.): Ἔλα, σὺ γραμματικέ, ᾽πέ μας τί δηλάει τὸ γράμμα. 8) Τὸ σχολεῖον Ἤπ. (Δωδών. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Χαλδ.): Τὸ παιδὶ μ᾽ πάει ᾽ς σὸ γράμμαν Χαλδ. Εἶι ᾽ς τὰ γράμματα οὑ Χρίστους μ᾽ (Δωδών.) || ᾌσμ. Ἀπὸ τὴ μάννα μ᾽ ἔρχομαι, ᾽ς τὰ γράμματα πηγαίνω Αἶν. Κ᾽ ἕναν υἱὸ ᾽ς τὰ γράμματα καὶ πάλι ᾽γγαστρωμένη Ἔλυμπ. 9) Συνήθως κατὰ πληθ., ἡ παιδεία, ἡ μόρφωσις κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Μισθ. Φλογ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ματζούκ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Καστάν. Πραστ.): Ξέρει πολλὰ - λίγα - καλὰ γράμματα. Ἔμαθε - δὲν ἔμαθε - δὲν ξέρει γράμματα. Ἔμαθε τὸ παιδί του γράμματα. Τὸ παιδὶ δὲ θέλει τὰ γράμματα. Μεγάλος δὲ μαθαίνει γράμματα κοιν. Κατέχω γράμματα (εἶμαι μορφωμένος) Κρήτ. ᾽Èν ἐξέρω γράμ-ματα (δὲν εἶμαι μορφωμένος) Κάλυμν. Κῶς Νίσυρ. Σύμ. Τῆλ. Ἐξέρ᾽ πολλὰ γράμματα (ἔχει μεγάλην μόρφωσιν) Κερασ. Τώρα νὰ ποῦμε μὲ τσὶ σπουδές, ποὺ πᾶν᾽ ὅλοι ᾽ς τὰ γράμματα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὰ φάχα μας γράμματα δὲ μαθαίν᾽νε (τὰ παιδιά μας δὲν μαθαίνουν γράμματα, δὲν μορφώνονται) Φλογ. Ὄ ᾽κι θέου σι τὰ γράμματα τι ᾽ ἐμπαλήκαμε ἀπὸ τὸ σκολεῖο (δὲν τὰ ἤθελε τὰ γράμματα καὶ τὸν βγάλαμε ἀπὸ τὸ σχολεῖο) Καστάν. Πραστ. ᾽Σ ἔ θέου τὰ γράμματα, ἀλλὰ νὰ ρᾶμε τσὶ θὰ κῇ (τὰ θέλει τὰ γράμματα, ἀλλὰ νὰ ἰδοῦμε τὶ θὰ κάμῃ) αὐτόθ. Ὁ νοῦς ἀτ᾽ ξάι ᾽κ᾽ ἔν ᾽ς σὸ γράμμαν (ὁ νοῦς του καθόλου δὲν εἶναι εἰς τὰ γράμματα, δὲν ἐπιθυμεῖ μόρφωσιν) Τραπ. Χαλδ. Περὶ γραμμάτου πιˬὰ ἦτο dὰ μοιροόγιˬα πού ᾽πε (ἦσαν μοιρολόγια τοῦ ἐντέχνου λόγου) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽Σ τὰ γράμματα θὰ τόνε βάωμε ᾽ιˬατὶ εἶναι τένιˬερος καὶ δὲν ἀdέχει᾽ς τὴν ἐργατικὴ (τένιˬερος = ἰταλ. tenero, λεπτός, ἀδύνατος) αὐτόθ. Ἀδικεύτηκες ποὺ δὲν ἔμαθες γράμματα Ἐρεικ. Ἀπογεράσανε ᾽ς τὰ γράμματα (ἐγέρασαν ἕνεκα τοῦ μόχθου τῶν σπουδῶν) Κρήτ. Ξεύρικεν ἀπ᾽ ὅλα καλὰ γράμματα (ἤξερε γράμματα, εἶχε μόρφωσιν καλυτέραν ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους) Μισθ. Ἰγὡ οὑ ζάβαλης μόνου π᾽ τὰ γιμάτ᾽σα τὰ γράμματα (ἐγὼ ὁ κακόμοιρος ἐλαφρὰν μόνον γεῦσιν μορφώσεως ἔλαβα) Λῆμν. Ἔμ᾽καν κούτσουρα τὰ πιδιˬὰ μ᾽ ἀποὺ γράμματα Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ἀπὸ γράμματα εἶναι στειλιˬάρι, δὲν ξέρει ποῦθε πᾶνε τὰ τέσσερα Πελοπν. (Δάρα Αρκαδ. κ.ἀ.) Παρακαθῆκι ᾽ς τὰ γράμματα αὐτὸς (ἔχει ζέσιν διὰ τὴν μόρφωσιν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὰ πολλὰ τὰ γράμματα ἐκειˬὰ εἶν᾽ ποὺ μᾶς ζουρλαίνουνε Ἐπτάν. Ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ γράμματα τό ᾽χασε τὸ μυˬαλό του Πελοπν. (Πάτρ.) Ἀλλ᾽νοὺς τ᾽ς πλακών᾽ν τὰ γράμματα κιˬ ἄ᾽ τὰ πλακών᾽ν (ἄλλοι ἀποβλακώνονται ἕνεκα τῶν σπουδῶν καὶ ἄλλοι ἀποκτοῦν ἰσχυρὰν διάνοιαν) Ἤπ. (Ζαγόρ. Νεγᾶδ.) || Φρ. Τὰ παίρνει - τὰ μαθαίνει τὰ γράμματα (εἶναι ἐπιδεκτικὸς παιδείας) κοιν. Ξέρει πέντε γράμματα (ἔχει κάποιαν μόρφωσιν) κοιν. Τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα (ἡ πνευματικὴ παραγωγὴ τῶν Ἑλλήνων) λόγ. σύνηθ. Ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων (πεπαιδευμένος, διανοούμενος) λόγ. σύνηθ. Εἶι ἁλατισμένους ἀποὺ γράμματα (ἔχει κάποιαν παιδείαν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χαρά ᾽ς τον ποὺ ξέρει γράμματα συνήθ. Ξέρει γράμματα σὰν τῆς μυλωνοῦς τὸ gόλο (ἐπὶ ἀγραμμάτων) Πελοπν. (Κόρινθ) Τὰ κρέμασε τὰ γράμματα ᾽ς τὴν ἀχλαδιˬὰ (διὰ τὸν παραιτηθέντα τῆς φοιτῆσεως εἰς σχολεῖον) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἡ φρ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Τὸ παιδὶ τὰ φόρτωσε τὰ γράμματα ᾽ς τὸν κόκορη (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Πάτρ.) Ἡ φρ. πολλαχ. Τοῦ μαθαίνει γράμματα (διὰ τὸν βραδύνοντα νὰ παραδώση εἰς ἄλλον ἀντικείμενόν τι, διὰ τὸν ταλαιπωροῦντα ἄλλον) Κρήτ. (Χαν.) Τὰ λέει περὶ γραμμάτου (συμφώνως μὲ τοὺς κανόνας τῆς γραμματικῆς, ὁμιλεῖ ὡς πεπαιδευμένος ἄνθρωπος) Πελοπν.. (Κίτ. Μάν.) Περὶ διˬὰ γραμμάτου (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Χαν.) Δυˬὸ κουγέρες γράμματα (ἐλαχίστη μόρφωσις) Πελοπν. (Φιγάλ.) Εἶναι ψηφὶ ᾽ς τὰ γράμματα (ἐπὶ τῶν εὐφυῶν καὶ εὐδοκιμούντων εἰς τὰς σπουδάς των) Ἤπ. Τά ᾽χει σεβντᾶ τὰ γράμματα (ἔχει πάθος διὰ τὴν μόρφωσιν) Θεσσ. (Μελιβ.) Καλὰ γράμματα (εὐχὴ πρὸς νέους, καλὴν μόρφωσιν) Πελοπν. (Βασαρ.) || Γνωμ. Μ᾽ ὅπο͜ιο δάσκαλο καθήσῃς, τέτο͜ια γράμματα θὰ μάθῃς, (ἡ μόρφωσις εἶναι ἀνάλογος πρὸς τὴν καλὴν ἢ κακὴν συναναστροφὴν) κοιν. Τώρα ᾽ς τὰ γεράματα | μάθε, γέρο, γράμματα (ἐπὶ ὀψιμαθῶν) κοιν. Μάθε νέος γράμματα, | νά ᾽χῃς καλὰ γεράματα (οἱ πεπαιδευμένοι κατὰ τὴν νεότητα ἔχουν ἐξασφαλίσει εὐγηρίαν) κοιν. Γράμματα κλιˬάματα (ἡ παιδεία δὲν προσκτᾶται ἀκόπως) Λέσβ. Γράμματα ἔμαθες, ἄνθρωπος ἔγινες Σάμ. Τὰ πράματα τὰ γράμματα πολλοὺς κακομοιριˬάζουν (ἡ πολλὴ μόρφωσις κάνει ἀνθρώπους μίζερους) Κρήτ. (Λασίθ. κ.ἀ.) Ὅπου ξέρει γράμματα, ἔχει τρία μάτιˬα κιˬ ὅπου δὲν ξεύρει, ἔχει ἕνα καὶ στραβὸ καὶ ᾽κεῖνο (ὅπου = ὅποιος) Πελοπν. (Γορτυν.) (ἐπὶ τῆς ἀξίας τῆς μορφώσεως). Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Τὰ γράμματα εἶναι δεύτερο μάτι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Καστορ.) Ἐκε͜ιὸς ποὺ ξέρει γράμματα, ἔχει ἕνα μάτι κ᾽ ἕν᾽ ἀφτὶ περ᾽σσότερο ἀπ᾽ τσ᾽ ἄλλους (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Χίος (Πυργ.) Τὰ γράμματα εἶναι φῶς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Κολάκ.) Ὅπο͜ιος ξέρει γράμματα, ἔχει ἄρματα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Ἂς ἤξιρα δυˬὸ γράμματα κιˬ ἂς ἤμαν μ᾽ ἕνα μάτι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ὅπο͜ιος ξέρει γράμματα, | ξέρει τὸ κάμωμά του (ὁ πεπαιδευμένος ξέρει πῶς νὰ πράξῃ εἰς τὴν κατάλληλον στιγμὴν) Ἐπτάν. Τὰ γράμματα εἶναι καλά, μὰ νά ᾽χῃς νοῦ καὶ γνώση (εἶναι ὠφέλιμος ἡ μόρφωσις, ὅταν συνεπικουρῆται ἀπὸ τὴν λογικὴν) Κρήτ. (Μόδ.) Νίσυρ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ἄλλά τὰ γράμματα κιˬ ἄλλος ὁ νοῦς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ρόδ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Κάλλιˬο πέντε γράμματα | παρὰ πέντε πρόβατα (ὅτι ἡ μόρφωσις εἶναι σημαντικωτέρα ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Κοζ.) Ἄρμα καὶ γράμμα ᾽πὸ χειριˬοῦ (δὲν πρέπει νὰ παραμελῆται ἡ τέχνη τῶν ὅπλων καὶ ἡ σπουδὴ, διότι λησμονοῦνται) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ θάλασσα σούνιτι, τὰ γράμματα δὲ σούνουdι (ὅτι ἡ μόρφωσις εἶναι ἀτελείωτος) Θεσσ. (Τύρναβ.) Τὰ γράμματα φαντάγματα, υἱέ μ᾽, τὴν λύραν παῖξον (εἰρων. ἐπὶ τῶν καταφρονούντων τὴν παιδείαν) Ἀμισ. Τραπ. Χαλδ. Γράμμαν ᾽κὶ ξέρ᾽ ἅμον στραβὸν κοσσάρ᾽ ἔν᾽ (ὅποιος δὲν ἔχει μόρφωσιν εἶναι σὰν τυφλὴ κόττα) Ἴμερ. Τὰ πολλά τὰ γράμματα τῆ δβόλ᾽ εἶν᾽ (ὁ πολύ ἐγγράμματος εἶναι τοῦ διαβόλου, εἶναι ἄθεος) Σάντ. || ᾌσμ. Χανιˬῶτες γιˬὰ τ᾽ ἄρματα, | Ρεθυμνιˬῶτες γιˬὰ τὰ γράμματα, Καστρινοὶ γιˬὰ τὸ ποτήρι, Λασιθιˬῶτες καθάρε͜ιοι χοῖροι (Καστρινοὶ = Ἡρακλειῶτες, καθάρε͜ιοι χοῖροι = ἐντελῶς γουρούνια· τὸ γνωμ. ἐκφράζει παλαιοτέραν ἀντίληψιν διὰ τοὺς κατοίκους τῶν διαφόρων νομῶν τῆς Κρήτης) Κρήτ. Ταὶ σὰν ἠξέρεις γράμματα, | Ἑλληνικὰ περάσματα. πές μας τὴν ἀρφαβήτ-ταν, | νά ᾽ῃς τόθ-Θεὸ βοήθε͜ια (ἀπὸ τὰ κάλαντα τῆς πρώτης τοῦ ἔτους) Χίος (Πισπιλ.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Φεγγαράκι μου λαμπρό, | φώτα μου νὰ περπατῶ, νὰ πηγαίνω ᾽ς τὸ σκολε͜ιὸ | νά μαθαίνω γράμματα, τοῦ θεοῦ τὰ πράματα (ᾆσμα ἀδόμενον κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν, ὅταν τὰ παιδιά, διὰ νὰ μορφωθοῦν, ἐπήγαιναν νύκτα εἰς τὸ σχολεῖον) κοιν. Μικρέ μου, ποῦ ᾽ν᾽ τὰ γράμματα, | τρανέ μου, ποῦ ᾽ν᾽ ὁ νοῦς σου; -Τὰ γράμματά ᾽ναι ᾽ς τὸ χαρτὶ | κιˬ ὁ νοῦς μου πέρα-πέρα Μακεδ. Ἡ σημ. ἀρχ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Πρόδρ. (ἔκδ. Hesseling - Pernot) 4,19 «ἀνάθεμαν τὰ γράμματα, Χριστέ, κι ὅπου τὰ θέλει». Πβ. καὶ Ἐρωτόκρ. (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) Α 68 «καὶ σὰ βασίλισσας παιδὶ καὶ ρῆγα θυγατέρα, | πόθο μεγάλον ἤβανε στὸ γράμμα νύχτα μέρα». 10) Τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας γεγραμμένον, τὸ πεπρωμένον Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ.) Στερελλ. (Γραν.): Γράμμαν ἔτον, θὰ ἐγίνουτουν (ἦτο πεπρωμένον, θὰ ἐγίνετο) Τραπ. Γράμμαν ἔτον ᾽ς σὸ κεφάλιν ἀτ᾽ (ἦτο πεπρωμένον εἰς τὴν κεφαλήν του) αὐτόθ. || Φρ. Κακά γράμματα εἶχα (εἶχαν κακὸν πεπρωμένον) Αἶν. Μαῦρα γράμματα εἶχα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θρᾴκ. Κακά μ᾽ γράμματα (ἡ κακή μου μοῖρα) Γραν. Συνών. γραμμένο, γραφή, γραφτό, κισμέτ, μοῖρα, ριζικό, τυχερό, τύχη. β) Αἱ ραφαὶ τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου (ἡ σημασία προῆλθεν ἀπὸ τὴν λαϊκὴν ἀντίληψιν ὅτι εἰς αὐτὰς γράφεται ἡ τύχη τοῦ ἀνθρώπου) Μακεδ. (Ἀρν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κερπιν. Ὀλυμπ.) Πόντ. (Τραπ.) Σκίαθ. - Α. Παπαδιαμ., Νοσταλγ., 32: Τὰ γράμματα τοῦ πεθαμένου Καλάβρυτ. Τὸ κούκουρο ἔχει γράμματα (κούκουρο = κεφάλι) Κερπιν. Νὰ ἐδῶ εἶναι τὰ γράμματα, ποὺ γράφουν τὴ μοῖρα μας, εἶπε δεικνύουσα τὰ ἱερογλυφικὰ ἐκεῖνα σημεῖα τῆς συναρμογῆς τοῦ μετώπου, ἐδῶ εἶναι γραμμένο ὅλο τὸ ριζικό μας Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν. 11) Κατὰ πληθ. οἱ ὄρχεις τῶν ζῴων κατ᾽ εὐφημισμόν, ἴσως ἀπὸ τὰς κυανᾶς γραμμὰς τὰς ὁποίας ἔχουν Ἤπ. (Μαργαρ.) Κύπρ.: ᾽Èν τρώω τὰ γράμματα τοῦ τράουλου, γιατὶ τσικνώνουν (᾽ὲν = δέν, τράουλος = τράγος) Κύπρ. Κιˬ αὐτείν᾽ ἡ ἀβδέλλα πιˬάνεται νὰ ποῦμε μέσα ᾽ς τὰ γράμματα τοῦ σφαχτοῦ Μαργαρ. Συνών. ἀγγε͜ιὰ (εὶς λ. ἀγγε͜ιὸ 6), ἀμάλαγα (είς λ. ἀμάλαχτος γ1) ἁμαρτωλὰ (εἰς λ. ἀμαρτωλός Β2), ἀμελέτητα (εὶς λ. ἀμελέτητος 1 ιθ), ἀρχίδια (εἰς λ. ἀρχίδι 1), ἀρχοντᾶδες (εὶς λ. ἄρχοντας Β2), ἀχαμνὰ (εἰς λ. ἀχαμνός), γραμμένα, (εἰς λ. γράφω Β2ζ) γραφτὰ (εἰς λ. γραφτός), διδύμιˬα, σβάχιˬα, τρυφερὰ (εἰς λ. τρυφερός), τρυφερουλιˬα (εἰς λ. τρυφερούλης). 12) Εἶδος σταθμίου πρὸς καθορισμὸν μικροῦ βάρους, τὸ ἓν εἰκοστὸν τέταρτον τῆς οὐγγιᾶς, εἴκοσι κόκκοι Ν. Παπαδοπ., Ἐμπορ. Ἐγκυκλ., 7. Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. Βλ. Ἀνδρόμαχ. παρὰ Γαλην. 13, 114. Ἐπίσης καὶ Βυζαντ. Βλ. Γεωπον. 1, 13, 2 «κρόκον βάλλουσι γράμματα γ΄». 13) Στῖγμα, κηλὶς Θεσσ. (Γερακάρ.) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.): Ἔφτε͜ιασ᾽ γράμμα (ἐνν. τὸ φύλλον τοῦ καπνοῦ) Μοσχοπόταμ. Πρῶτα τοὺ πατόφ᾽λλου πρέπ᾽ νἀ ἡλιˬαστῇ μὶ πουλλὴ ζέστ᾽, γιˬὰ νὰ μὴ βγά᾽ γράμματα Γερακάρ. 14) Κατὰ πληθ., ἀσβεστόχριστα πλαίσια πλακῶν εἰς τὰς ἐσωτερικὰς θύρας οἰκίας Μακεδ. (Σιάτ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γράμματα καὶ ὡς τοπων. πολλαχ. ἕνεκα ἐπιγραφῶν αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται εἰς διαφόρους τόπους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/