βεδούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεδούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βεδούρα ἡ, βέdρα Ἤπ. Μέγαρ. Μακεδ. (Γκιουβ.) βεδούρα πολλαχ. βιδούρα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. καὶ Λεξ. Μ'Εγκυκλ. Δημητρ. βειˬδούρα Εὔβ. (Κύμ.) βερδούρα Πελοπν. (Μαζαίικ. Σουδεν.) βουδούρα Μακεδ. (Ζουπάν.)

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βεδούρι.

Σημασιολογία

1) Μέγα βεδούρι, ὃ ἰδ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. 2) Βεδούρι ἄνευ σημασίας μεγεθυντικῆς πολλαχ.: Φρ. Ἄπλυτη βεδούρα (ἐπὶ ἀκαθάρτου γυναικὸς) Εὔβ. (Κουρ.) || Παροιμ. Κατὰ τὴ βεδούρα κρέν’ ὁ κριτὴς (ἐπί τῶν δεκαζομένων) Λακων. || ᾎσμ. Ἔχεις καὶ τὸ κεφάλι σου σὰ Βλάχικη βεδούρα Πελοπν. Πῆραν τὴ βερδούρα μου | μέσ᾿ ἀπὸ τὴ στρούγκα μου Σουδεν. Συνών. καρδάρι. 3) Δοχεῖον ὕδατος Κορσ. 4) Μέτρον δημητριακῶν διαφόρου κατὰ τόπους μεγέθους Θεσσ. (Ἁλμυρ. Καρδίτσ.) κ.ἀ. 5) Ἀγγεῖον ξύλινον μὲ τὸ ὁποῖον μεταφέρουν φαγητὸν διὰ τοὺς ποιμένας καὶ ἐργάτας Πελοπν. (Βρέσθ. Οἰν.) Συνών. βεδούρι 3. 6) Ἀγγεῖον πήλινον ὅπου θέτουν τὴν τροφὴν τῶν χοίρων Μακεδ. (Ζουπάν. Σισάν.) 7) Χύτρα Θῆβ. 8) Μεταφ. κεφαλὴ Μέγαρ.: Τεῖνα τὰ βγάνει ἡ βέdρα σου (αὐτὰ εἰναι τῆς φαντασίας σου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/