ἀπανώστρατα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανώστρατα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπανώστρατα ἡ, Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Κεφαλλ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) –Λεξ. Μπριγκ ’πανώστρατα Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν. Μεσσ. Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. στράτα.
Σημασιολογία
1) Ἡ εἰς τὰ ἀνώτερα μέρη, ἡ ἄνω ὁδὸς Κεφαλλ. –Λεξ. Μπριγκ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀπανώστρατες καὶ ὡς τόπων. Κεφαλλ. 2) Ἀνωφερὴς ὁδὸς Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) 3) ’Επιρρηματ., εἰς τὸ ἀμέσως ὑπεράνω τῆς ὁδοῦ μέρος Κεφαλλ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Μάν. Μεσσ. Οἰν.) Στερελλ. (Αἰτωλ): ᾽Πανώστρατα, κατώστρατα, ὅλα δικά μας εἶναι (πάντα τὰ ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῦ κτήματα εἶναι ἰδικά μας) Μάν. ’Πανώστρατα ἦταν νιˬὰ κουτρώνα κὶ κύλ’σε μέσ’ ’ς τὴ στράτα Αἰτωλ. Συνών. ἀπανώδρομα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA