βεδούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεδούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βεδούρι τό, πολλαχ. βεδούρ’ Στερελλ. (Δεσφ.) βιδούρ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βερούδι Σίφν. βερούθι Σίφν. βεdούρι Νάξ. βεdούρ’ Πάρ. (Λεῦκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βεδούριον, ὃ ἐκ τοῦ Σλαβ. vedro. Ἰδ GMeyer Neugr. Stud. 2,16.
Σημασιολογία
1) Ἀγγεῖον συνήθως ξύλινον εὔχρηστον εἰς τοὺς ποιμένας ἔνθ’ ἀν.: Ἕνα βεdούρι γάλα-γιαούρτι κττ. || Φρ. Βιδούρ’ ’ς τοὺ λιμό σ’ νὰ τό ’’ς! (βάρος νὰ τὸ ἔχῃς εἰς τὴν ψυχήν σου! Ἀρὰ) Στερελλ. (Ἀράχ.) || ᾎσμ. Πῆραν τὸ βεδούρι μου | πὄπηζα τὸ γιˬαργούτι μου Πελοπν. Συνών. βουτσέλλι, καρδάρι. 2) Μέτρον δημητριακῶν Θεσσ. (Μηλ. κ.ἀ.): ᾎσμ. Θέλεις γρόσιˬα σοῦ δίνου ’γὼ φλουριˬὰ μὶ τοὺ βιδούρι Θεσσ. 3) Βεδούρα 5, ὃ ἰδ., Σίκιν. Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA