ἀπανωτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπανωτὰ ἐπίρρ. σύνηθ. ἀπανουτὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κυδων. ἀπανωτὰς Κρήτ. ἀπανωτὸν Κύπρ. ἀπανωτὸ Νάξ. ἀπανωτοῦ Ἀμοργ. Ἄνδρ. Πελοπν. (Κορινθ.) Σῦρ. Χίος ἀπανουτοῦ Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. ’πανωτὰ ΠΠαπαχριστοδ. ἐν Ἀρχ. Θρᾴκ. Θησ. 3 (1936/7) 64 ’πανωτὸ Ρόδ. ’πανουτοῦ Εὔβ. (Κονίστρ.) –Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπανωτός.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, ἀλλεπαλλήλως σύνηθ.: Ὅλα τὰ βάσανα-τὰ κακὰ μᾶς ἦρθαν ἀπανωτὰ σύνηθ. Ἐπ-πέσαμ’ ’πανωτὸ (ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου) Ρόδ. Μὴ βέλλῃς τὰ ψωμιˬὰ ’πανουτοῦ Κονίστρ. Ἡ σκάλα κουφογόγγυξε σὰν νὰ τὴν ἀνέβαιναν τρεῖς τέσσεροι ἀπανωτὰ ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 103 Συνών. *ἀπανωτάρις Β1. β) Μὲ τοὺς πόδας τὸν ἕνα ἐπὶ τοῦ ἄλλου Ἤπ. (Ζαγόρ.): Κάθιτι ἀπανουτά. 2) Κατ’ ἐπανάληψιν, ἐπανειλημμένως πολλαχ.: Χτύπησα τὴν πόρτα ἀπανωτὰ πολλαχ. Ἦρθε δυˬὸ φορὲς ἀπανωτοῦ Ἄνδρ. Ἀπανωτοῦ ἔρχεται τσαὶ μὲ συχύτζει Χίος Καλὴ ἀντάμωσι... εἶπε ’πανωτὰ ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ᾽ ἀν. Τὴνε γλυκοφίλησες, λέει, ἀπανωτὰ Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 40 Ἔφτυσε καταγῆς ἀπανωτὰ ΚΧατζοπ. Ἀγάπ. 36. Συνών. ἀπαναπανωτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA