γκρεμισταριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμισταριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκρεμισταριˬὰ ἡ, Ἤπ. (Πάργ.) κρεμισταρέα Πόντ. (Ὄφ) gρεμισταρέα Κύθηρ. γκρεμιστεριˬὰ Ἀντίπαξ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκρεμιστὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αριˬά.
Σημασιολογία
1) Κρημνὸς Ἀντίπαξ. Ἤπ. (Πάργ.) Παξ. Πόντ. (Ὄφ): Ἂς πάγω τερῶ ἐκεῖνο τ᾿ ὀσπίτ᾽ καὶ ὕστερα ροΐζω ἀπαδὰ ᾽ς σὴν κρεμισταρέα καὶ σκοτοῦμαι, γιˬὰ νὰ μὴ λέπω τὰ παιδία μ᾽ πεινασμένα (ἂς ὑπάγω νὰ ἴδω ἐκεῖνο τὸ σπίτι καὶ ἔπειτα πίπτω εἰς τὸν κρημνὸν καὶ φονεύομαι, διὰ νὰ μὴ βλέπω τὰ τέκνα μου πεινασμένα) Ὄφ. 2) Ἐξ ὀλισθησεως πτῶσις καὶ τραυματισμὸς Κύθηρ.: Ἐπῆρα μία gρεμισταρέα, ποὺ ἔχασα τὰ πασχάλεά μου. σὰν δὲν ἐσκοτώθηκα, νὰ μὴ τὸ λέω κανενοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA