ἀπανωτίμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωτίμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωτίμι τό, Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.) –Λεξ. Μπριγκ. ’πανωτίμι Πελοπν. (Βούρβουρ. Μεσσ. Τρίκκ.) Ρόδ. ’πανουτίμ’ Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. τιμή.

Σημασιολογία

Πρόσθετον τίμημα ἔνθ᾽ ἀν.: Ὠ κεν ἕνα γάδαρο κ’ ἑκατὸ φράγκα ’πανωτίμι κ᾿ ἐπῆρε μιˬὰν ἀελα͜ιὰ Ρόδ. ’Σ τοὺ παζάρ’ οἴ Τουρκουγύφτ’ κάν’νι ἀλλαξιˬὰ ᾽ς τὰ μπλάριˬα, ἀλλὰ παίρν’νι κι ’πανουτίμ’ Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/