βεζιροπούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεζιροπούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βεζιροπούλλα ἡ, πολλαχ βεζιρόπουλλο τό, πολλαχ. βιζιρόπουλλο Νάξ. βιζιρόπ’λλου Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βεζίρης καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -πούλλα, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,636 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ υἱὸς ἢ ἡ θυγάτηρ τοῦ βεζίρη ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Ὁ γιˬὸς τοῦ ρῆγα ἐπέρασε νὰ πά’ νὰ βρῇ γυναῖκα κ’ εἶχε μαζὶ τὸ φίλο του, τὸν μπιστεμένο φίλο, τ’ ὄμορφο βεζιρόπουλλο, τὸ μυριˬοζηλεμένο ΙΠολέμ. Χειμώνανθ.2 180. Τὸ θηλ. Βεζιροπούλλα καὶ ὡς κύριον ὄν. Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA