γκρεμοβολῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμοβολῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρἠμα

Τυπολογία

γκρεμοβολῶ Ἰων. (Σμύρν.) κρεμνοβολῶ Θῆρ. Κύθν. gρεμοβολῶ Θήρ. gρεμμοβολῶ Κῶς (Ἀσφενδ.) gρεμοβολοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) gρεμνοβολῶ Ἄνδρ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) gριμουβουλῶ Σάμ. κρεμ-μοολῶ Κάρπ. Μεγίστ. ἀgρεμοβολοῦ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) κρεμνοβολίζω Θήρ. gρεμνοβολίζω Ἄνδρ. γκρεμ-μοβολίζω Ἀμοργ. Ρόδ. κρεμ-μοολίζω Μεγίστ. Μέσ. gρεμνοβολε͜ιῶμαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) gριμουβουλε͜ιῶμι Σάμ. gριμουβουλε͜ιέμι Σάμ. κρεμνοβολίζομαι Θήρ. γκρεμοβολίζομαι Ἀμοργ. gρεμνοβολίζομαι Ἴος Ναξ. (Ἀπύρανθ.) κρεμ-μοολίζομαι Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -βολῶ. Ὁ τύπ. γκρεμνοβολῶ καὶ Βυζαντ. Πβ. Χρον. Μορ. Η,στ. 1821 (ἔκδ. J. Schmitt) «ἔχασα τὴν ἐλπίδα μου κ᾽ ἐγκρεμνοβόλησά την».

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Κατακρημνίζω τινά, ρίπτω κατὰ γῆς Ἄνδρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κάρπ. Κύθν. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ. Σάμ.: Μωρὴ, φέρε ᾽πὰ τὸ παιδί μου, μὴ bᾶς νὰ μοῦ τὸ gρεμνοβολήσῃς Ἀπύρανθ. Ἂν ἔρθῃ, θὰ τόνε γρεμνοβολίσω κάτω τὶς σκάλες (ἐνν. τῆς οἰκίας) Ἄνδρ. || Παροιμ. Ἀνεάστα, γρά, τὸ γέρο, | νὰ τὸν ἔχωμε τὸ θέρος καὶ σὰν ἀποθερίσωμε, | νὰ τὸν κρεμ-μοολήσωμε (ἀνεάστα = ἀναβάστα, κράτει, διατήρει· ἐπὶ τῶν περιφρονούντων ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου δὲν ἔχουν πλέον τῆν ἀναγκῆν) Κάρπ. || ᾎσμ. Αὐτὸς ὁ κόσμος σβούρα ᾽ναι κιˬ οὕλο στριφογυρίζει, ἄλλους ᾿νεβάζει ᾽ς τὰ ψηλά κιˬ ἄλλους γκρεμ-μοβολίζει Ρόδ. Β) Ἀμτβ. 1) Ἐνεργ. καὶ μέσ., κατακρημνίζομαι, πίπτω κατὰ γῆς Ἀμοργ. Ἄνδρ. Θήρ. Ἴος Κῶς (Ἀσφενδ.) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σάμ.: Σὲ κανένα δεdρό, λέ᾽, ἐνέβηκε, νὰ πιˬάσῃ καμμιˬὰν ἀφωλιˬὰ κ᾽ ἐgρεμνοβολίστη g᾽ ἦρθε gάτω Ἀπύρανθ. Θὰ πέσῃς κάτω νὰ gρεμνοβολίσῃς Ἄνδρ. || ᾎσμ. Τοῦν ἔρριξε μιˬὰ dουφεκιˬὰ καὶ ἀgρεμοβολίστησα (μοιρολ., τοῦν = τῶν = τούς, ἀgρεμοβολίστησα = ἔπεσαν κάτω) Κίτ. Μάν. Πβ. Σαχλίκ., Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις, στ. 703 (ἔκδ. Wagner, σ. 105) «καὶ κείνη ἐγκρεμνοβόλησε ἐκεῖ πέρα τὸν ἄμμον». 2) Μεταφ. κατὰ προστ. φύγε, ἐξαφανίσου Κῶς (Ἀσφενδ.) Μεγίστ.: Θαρρεῖς πὼς εἶμαι εὔκαιρός νὰ παίρνω τὴβ-βουλή σου, νὰ σὲ πετῶ, ὅποτε θές; ᾽Ποδῶ γρεμ-μοβολήσου! (ὑβριστικῶς. πβ. γκρεμοτσακίσου) Ἀσφενδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/