βέκ-κιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βέκ-κιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βέκ-κιˬος ὁ, Ἀπουλ. (Κάλημ.) βέκ-κιˬο Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. vecchio.

Σημασιολογία

Γέρων.: Πλέον ἀμπρό βρίσκει τὀ πἀππο μου ποῦ ἕ’ πλέο βέκ-κιˬο ᾽πὶ μένα (πάρα μπρὸς εὑρίσκει τὸν πάππον μου ποὺ εἶναι πεˬὸ γέρως ἀπὸ ἐμένα) Καλημ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/