γραμμάτιο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμμάτιο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραμμάτιο τό, λόγ. κοιν. γραμμάτιου πολλαχ. βόρ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γράμμα.
Σημασιολογία
Ἔγγραφος ὁμολογία ὀφειλῆς χρηματικοῦ ποσοῦ λόγ. κοιν.: Τραπεζικὸ - ἐμπορικὸ - ἔντοκο γραμμάτιο λόγ. κοιν. Δό μ᾽ δα᾽κὰ ἕνα κατουστάρ᾽κου κὶ θὰ σὶ κάμου γραμμάτιου Ἀλόνν. β) Μεταφ., ἀνύπανδρος κόρη, σκωπτικῶς πολλαχ.: Τί γίνεται; Τὰ ξόφλησες τἁ γραμμάτια; (τὶς πάντρεψες τὶς κόρες σου;) κοιν. Ἔχω δυˬὸ γραμμάτια ἀκόμα Ἁλόνν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA