βελαχτὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελαχτὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βελαχτὸ τό, Εὔβ. (Κουρ.) βιλιˬαχτὸ Ἤπ. bελιˬαχτὸ Πελοπν (Μάν.) βελατὸ Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) βιλατὸ Εὔβ. (Στρόπον.) βελιˬατὸ ΧΧρηστοβασ. Ἀγάπ. 2,62 βιλιˬατὸ Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *βελαχτὸς<βελάζω.
Σημασιολογία
1) Τὸ συνεχὲς βέλασμα Εὔβ. (Κουρ. Στρόπον.) Ἤπ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.)-ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἄν.: Ἀκούστηκε πάλε τὸ βελιˬατὸ τοῦ βετουλιˬοῦ ΧΧρηστοβασ ἔνθ’ ἀν. 2) Τὸ πρόβατον ὡς βελάζον Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Πβ. βελαζούρι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA