βελέντζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελέντζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βελέντζα ἡ, σύνηθ. βιλέντζα σύνη. βορ. ἰδιωμ. βελιέντζα Ἤπ. (Πρέβ.) βιλένσα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) βελέτζα Ἀθ. Κάλυμν. Κεφαλλ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ.) Σάμ. Σύμ. Τσακων. βελέτζα Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Κατὰ Muchlinski καὶ Miklosich ἐκ τοῦ Οὐγγρ. velencze, ὃ ἐκ τοῦ ὀνόματος τῆς Ἱσπανικῆς πόλεως Valencia. Κατὰ GMeyer Neugr Stud. 2,17 ἡ λ. εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἑλληνικὴν ἀμέσως ἢ ἐμμέσως διὰ τῆς Σλαβικῆς ἐκ τοῦ Τουρκ. Τύπου velençe=μάλλινον σκέπασμα ἐκ τῆς Καταλωνίας.
Σημασιολογία
1) Βαρὺ μάλλινον κλινοσκέπασμα σύνηθ.: Φρ. Ἔπιˬασι τ’ βιλέντζα (ἠσθένησε) Μακεδ. (Βλάστ.) Νὰ εἶσαι καλὰ τόν Αὔγουστο μὲ δεκοχτὼ βελέντζες (ἀρὰ ὑπὸ τὴν μορφὴν εὐχῆς, νὰ καταληφθῇς ἀπὸ ρῖγος ὥστε νὰ σκεπασθῇς μὲ δεκαοκτὼ σκεπάσματα) Ἤπ. || Παροιμ. Ὅσου σί φτά’ ἡ βιλέντζ’ ἀπλώσου (ἀναλόγως τῆς περιουσίας σου ὀφείλεις νὰ κανονίζῃς τὰς δαπάνας σου) αὐτόθ || ᾎσμ. Τὴ νύχτα σὰ σι᾿ θυμηθῶ, σ᾽κώνουμι τσι’ καθίζου τοὺ πάπλουμα πάνου καβγᾶ τσὶ τὴ βιλἑντζα στσίζου Λέσβ. (Πλομάρ.) Συνών. κάππα, κουβέρτα, φλοκκάτη. Τὸ ἀρσεν. Βελέντξας ἐπών. Ἀθῆν. Εὔβ. Κεφαλλ. 2) Εἶδος ἐπανωφορίου Κορσ. 3) Ἡ νόσος γρίππη Θρᾴκ. (Μέτρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA