γραμματόσημο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματόσημο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραμματόσημο τό, λόγ. κοιν. γραμματόσημου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γραμματόσ᾽μου πολλαχ. βαρ ἰδιωμ. Πληθ. γραμματοσήματα ἐνιαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γράμμα καὶ σῆμα.
Σημασιολογία
Τὸ ἐπὶ τῶν ταχυδρομουμένων ἀντικειμένων, ἐπιστολῶν, ἐπιταγῶν ἢ δεμάτων ἐπικολλώμενον κινητὸν ἔνσημον, τὸ ἔχον διαφόρους παραστάσεις καὶ ἀναγεγραμμένην ἐπ᾽ αὐτοῦ τὴν χρηματικὴν ἀξίαν λογ. κοιν.: Βάζω-κολλάω γραμματόσημο ᾽ς τὸ γράμμα. Μαζεύω γραμματόσημα. Ξεκόλλησε τὸ γραμματόσημο. Γράμμα χωρὶς γραμματόσημο. Γραμματόσημο σφραγισμένο - ἀσφράγιστο - ξένο - Ἑλληνικὸ κοιν. Νὰ βά᾽ς γραμματόσημου ᾽ς τοὺ γράμμα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Κολλᾷ τὰ γραμματόσημα μὲ τὴ γλῶσσα του Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA