γραμματούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμματούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γραμματούδι τό, Μακεδ. (Ἐπανωμ. κ.ἀ.) γραμματούδιν Κόπρ. γραμματούιν Κύπρ. γραμματούγι Εὔβ. (Ἀνδρων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γράμμα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

1) Βραχεῖα ἐπιστολῆ Κύπρ. Συνών. γραμματάκι 3. 2) Κατὰ πληθ., αἱ ὀλίγαι γραμματικαὶ γνώσεις, ἡ μικρὰ μόρφωσις Κύπρ. Μακεδ. (Ἐπανωμ. κ.ἀ.): Ἔπρεπεν νά ᾽ξερα δκυˬὸ γραμματούδκιˬα τσ᾽ ἐθωρούσατέ με, δκιˬαόλοι! Κύπρ. Συνών. γραμματάκι 4. 3) Τὸ πτηνὸν Σπίζα ἡ ἀκανθοφάγος (Fringilla carduelis) τῆς οἰκογ. τῶν Σπιζιδῶν (Fringillidae) Εὔβ. (Ἀνδρων.) Συνών. εἰς λ. γραμματίκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/