γκρεμολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκρεμολογῶ ἐνιαχ. κρεμνολοῶ Θήρ. κρεμ-μολοῶ Κάρπ. gρεμολογάω Πελοπν. (Μάν. Ξεχώρ.) gρεμολοῶ Πελοπν. (Σουδεν.) gρεμ-μολοῶ Κῶς gρεμολοΐζω Πελοπν. (Ξεχώρ.) gρεμ-μολοοῦμαι Κῶς.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. κρεμνός, κρεμ-μός, gρεμός, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –λογῶ.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Κατακρημνίζω Κάρπ. Κῶς: Πῆεν νὰ παραβοσήσῃ τὸ γαμάλι ᾽ς τὸ φρούϊν dοῦ gρεμ-μοῦ αὶ gρεμ-μολόησέν do Κῶς. 2) Μεταφ., ἐξαφανίζω, ἀποδιώκω σκαιῶς Θήρ. Κάρπ. Πελοπν. (Μάν.): Ἦρθε καὶ μοῦ τὸ εἶπε, μὰ ἐγὼ τὸν ἐgρεμολόησα Μάν. Β) Ἀμτβ. 1) Ἐνεργ. καὶ μέσ., κατακρημνίζομαι, πίπτω κατὰ γῆς Κῶς Πελοπν. (Ξεχώρ.): Ἀποῦ gρεμολόησες, μωρή; Ξεχώρ. Πῆε σὰν dὸμ bαρόρην gαὶ gρεμ-μολοήστη μοναχός του (παρόρης = ὁ ἀνόητος) Κῶς. 2) Μεταφ. κατὰ προστ., ἐξαφανίσου Θήρ. Πελοπν. (Μάν. Ξεχώρ. Σουδεν.): Gρεμολοήσου, παλιάνθρωπε! Σουδεν. Συνών. γκρεμοτσακίσου, γκρεμίσου, τσακίσου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/