γκρεμορράχη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμορράχη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκρεμορράχη ἡ, ἐνιαχ. κρεμνόρραχη Α. Καρκαβίτσ., Ζητιάν.2 37 - Λεξ. Μπριγκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γκρεμός, παρὰ τὸ ὁπ. κρεμνός, καὶ ράχη.
Σημασιολογία
Κρημνώδης κορυφὴ βουνοῦ ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ γυναῖκες ἔξω ᾽ς τὶς περίγυρα κρεμνόρραχες ἐβωλάκιˬαζαν τὰ φθισικὰ ἀραποσίτιˬα τους (ἐβωλάκιˬαζαν = συνεσώρευον βώλους χώματος) Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA