γκρεμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκρεμὸς ὁ, κρεμνὸς Εὔβ. (Ὀκτον.) Ἤπ. (Χιμάρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Ἰων. (Κρήν.) Πελοπν. (Μεσσην.) -Λεξ. Βλάχ. κριμνὸς Μακεδ. (Θεσσαλον.) κρεμινὸς Εὔβ. (Πλατανιστ.) κρεμὸς Ἤπ. Καππ. (Σινασσ.) Πελοπν. (Μεσσην.) Πόντ. (Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος-Α. Βαλαωρ., Ἔργα 1, 49 κριμὸς Ἤπ. Μακεδ. Στερελλ. (Ἀχυρ.) κρεμ-μὸς Κάρπ. Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ.) Κῶς (Πυλ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Χίος (Ἅγιος Γεώργ. Καρδάμ. Πισπιλ. Συκ. κ.ἀ.) κριμ-μὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) κρεμὸ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) γκρεμνὸς Εὔβ. (Κύμ. Ὀξύλιθ.) Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Καλάμ. Κόρινθ.) Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Κουφονήσ. Προπ. (Ἀρτάκ. Μηχαν.) Σίφν. Στερελλ. (Καλοσκοπ.) Χίος- Δ. Σολωμ., 58 -Λεξ. Γερμ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. gρεμνὸς Ἄνδρ. Ζάκ. Θήρ. Ἰθάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Κῶς γκριμνὸς Βιθυν. (Πιστικοχ.) Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Μακεδ. (Δασοχώρ. Δρυμ. Καστορ. Κοζ. Πρέσπ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) - Κ. Κρυστάλλ, Καλόγ. Κλεισούρ., 18 gριμνὸς Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. γρεμνὸς Ἄνδρ. Κρήτ. (Ἐνν. Χωρ. Ζερβιαν. Κίσ. Μουστάκ.) γκρεμὸς σύνηθ. γκρεμ-μὸς Ρόδ. Χίος (Πυργ.) gρεμὸς Ἐρεικ. Ζάκ. Κύθηρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Λάγ. Λεῦκτρ. Μάν. Ξεχώρ. Οἴτυλ. Σαηδόν.) κ.ἀ. gρεμ-μὸς Σύμ. γκριμὸς Εὔβ. (Λιχάς Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πράμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ. Μοσχᾶτ.) Ἰων. (Φώκ.) Μαθράκ. Μακεδ. (Βελβ. Βόιον Δαμασκ. Δεσκάτ. Ἐλάτ. Καστορ. Καταφύγ. Κοζ. Μελίκ. Πεντάπολ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Γραν. Λεπεν. Παρνασσ. Πατιόπουλ. Περίστ. Σιβίστ. Φθιῶτ. κ.ἀ.) γκριμ-μὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) gριμὸς Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θεσσ. (Ἀνατολ. Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Ἀμόρ. κ.ἀ.) γκρεμὸ Τσακων. (Χαβουτσ.) gρεμὸ Κορσ. γρεμὸς Πελοπν. (Ὀλυμπ.) γρεμ-μὸς Σύμ. ἐκρεμνὸς Νίσυρ. ἐκρεμνὲς Σκῦρ. ἐκρεμ-μὸς Κάρπ. ἐγκρεμνὸς Σίφν. Σύμ. - Σ. Σκίπ., Τσιγγανόθ., 40 - Λεξ. Γερμ. Βάιγ. ἐgρεμνὸς Θήρ. Ἴος Κρήτ. (Ἐπισκοπ. Κίσ. Ρέθυμν.) Κύθηρ. Κῶς Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σύμ. Σῦρ. ἐγκρεμνὲς Σκῦρ. ἐγρεμνὸς Θήρ. Ἰκαρ. ἐγκρεμὸς Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, 356 Σ. Δάφν., Ν. Ἑστ. 17 (1935), 431 Ι. Παναγιωτόπ., εἰς Ἀνθολ. Ἀποστολίδ., 322 - Λεξ. Δημητρ. ἐγκρεμμὸς Κάσ. Νίσυρ. Χάλκ. Χίος κ.ἀ. ἐgρεμὸς Ἀνάφ. Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ.(Αἶν.) Κουφονήσ. Κρήτ. (Ἀβδοῦ Κίσ. Κριτσ. Νεάπ. κ.ἀ.) Λευκ. Νάξ. (Κινίδ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἐνgρμ-μὸς (Δονοῦσ.) Ἰκαρ. Κυκλ. Κῶς (Πυλ. κ.ἀ.) Σύμ. Χάλκ. κ.ἀ. ἰγκρεμ-μὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) Τῆλ. ἰgρεμ-μὸς Σύμ. ἀγκρεμνὸς Εὔβ. (Κονίστρ. Κουρ. Κύμ. Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) Ρόδ. ἀgρεμνὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πάρ. (Λεῦκ. Νάουσ.) ἀνgρεμνὸς Φολέγ. ἀgκρεμ-μὸς Ρόδ. ἀgρεμὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀgρεμ-μὸς Κῶς ἀνgρεμμὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) κρέμνος Θρᾴκ. (Αἶν.) κρέμνους Λέσβ. Λῆμν. Σαμ. κρέμνιˬους Μακεδ. (Μελέν.) κέεμνους Σαμοθρ. κρεμ-μὸς Κάρπ. κρέμους Θρᾴκ. (Ἀκαλάν.) κέεμους Σαμοθρ. γκρέμνος Βιθυν. (Κίος Νικομήδ.) Δαρδαν. (Λάμψακ.) Θρᾴκ. (Σκεπαστ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) gρέμνος Ἄνδρ. γκρέμνους Θάσ. Θεσσ. (Τρίκερ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) gρέμνους Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἄνδρ. (Κόρθ.) Λέσβ. Λῆμν. Σάμ. gρέμνας Λῆμν. gρέμος Θρᾴκ. (Μέτρ.) Πελοπν. (Ἀνώγ. Κάμπ. Καρδαμ. Λακων. Μάν. Ξεχώρ. Ξηροκ.) gρέμ-μος Σύμ. γκρέμους Εὔβ. (Λιχὰς) Θάσ. Θεσσ. (Τρίκερ.) Μακεδ. (Βόιον Καστορ. Ριζώμ. Σταυρ.) gρέμους Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Σαμοθρ. ἄγκρεμνας Ρόδ. ἄγκρεμμος Ρόδ. (Μάσαρ.) ἄγρεμ-μος Ρόδ. (Πυλῶν. κ.ἀ.) κρεμνὸ τό, Ἤπ. (Παλάσ. Χιμάρ.) κριμνὸ Τῆν. γκρεμνὸ Ἤπ. Μῆλ. Πελοπν. (Δίβρ.) Σίφν. gρεμνὸ Ἄνδρ. Ἤπ. Ἴος Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γκριμνὸ Στερελλ. (Ἀράχ.) gριμνὸ Σάμ. (Βλαμαρ.) γκρεμὸ Πελοπν. Ἀρκαδ.) γκρεμ-μὸ Χίος ἐgρεμὸ Ἰθάκ. Κορσ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) γκριμὸ Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) κρεμ-μὸ Κάσ. ἐgρεμνὸ Νάξ. (Κινίδ.) Σίκιν. ἀγκρεμνὸ Κίμωλ. κρέμνο Θρᾴκ. (Αἶν.) gρέμνο Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Κέως γκρέμνου Θεσσ. (Πήλ.) gρέμνου Θρᾴκ. (Αἶν.) γκρέμα Ἤπ. ἄνgρεμ-μα Καλαβρ. (Μπόβ.) Πληθ. γκρεμνοὶ οἱ, Λεξ. Δημητρ. γκρεμοὶ ἐνιαχ. κρεμ-μοὶ Κάρπ. Κύπρ. κρέμινι Ἴμβρ. γκρέμνοι Προπ. (Ἀρτάκ.) gκρέμ᾽ Θάσ. κρέμ-μοι Κάρπ. κρεμνὰ τά, Ἄνδρ. Θήρ. Πελοπν. (Μεσσην.) Σκῦρ. κριμνὰ Ἤπ. (Ζίτσ.) γκρεμνὰ Ἀθῆν. Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Μῆλ. Σίφν. Σκῦρ. κ.ἀ. gρεμνὰ Ἀντίπαρ. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θήρ. Ἴος Κέρκ. (Κασσιόπ.) Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. (Δρυοπ.) Μῆλ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σέριφ. Τῆν. Φολέγ. gριμνὰ Πάρ. (Λεῦκ.) γρεμνὰ Κρήτ. (Κίσ. Μαλάκ. κ.ἀ.) Σάμ. (Μαυραντζ.) Σίφν. ἐgρεμνὰ Ἄνδρ. ἀνgρεμνὰ Κίμωλ. ἀgρεμνὰ Ἀντίπαρ. Πάρ. (Νάουσ.) κρέμνα Βιθυν. (Κατιρ.) γκρέμνα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μαΐστρ. Σαμακόβ.) gρέμνα Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἄνδρ. (Κορθ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κέως Σκόπ. γκρέμνω Μακεδ. (Κολινδρ.) gρέμνια Ἤπ. (Ἰωοάνν.) gρέμια Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. κρεμὰ Χίος (Ἐγρηγόρ.) κρεμ-μὰ Κύπρ. Χίος (Ἅγιος Γεωργ. Καρδάμ. κ.ἀ.) γκρεμὰ Ἀμοργ. Ἤπ. Πελοπν. (Κορών. Μεθών.) - Δ. Σολωμ., 64 - Λεξ. Δημητρ. gκρεμ-μὰ Χίος γρεμὰ Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ.) Κύθηρ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.) Σάμ. γκριμὰ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἑλληνοχώρ. Σουφλ.) Ἰων. (Φώκ.) ἀνgρεμὰ Ἀμοργ. κρέμ-μα Χίος (Λιθ.) κρέμ-μη Νίσυρ. gρέμ-μη Σύμ. Τῆλ. γκρέμνητα Μεγίστ. κρέμμητα Μεγίστ. γρέμ-μητα Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. κρημνός.

Σημασιολογία

Οἱ τύπ. κρεμνός, κρεμ-μός, ἐκρεμνός, ἐγκρεμνός, ἐγρεμνός, ἐγκρεμός, γκρεμνός, γρεμνός, κρεμνό, γκρεμνό, κρέμνο καὶ Βυζαντ. Βλ. καὶ Λεξ. Δουκαγγ. εἰς λ. ἐγκρεμός. Οἱ τύπ. γκρεμνὸς καὶ γκρεμὸς καὶ παρὰ Σομ. Οἱ μετὰ προθετ. ε τύπ. κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γκρεμίζω. Περὶ τοῦ τύπ. κρεμνὸς βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 240. Α) Κυριολ. 1) Κρημνός, ἀπόκρημνος τόπος σύνηθ.: Βλέπε τὸ κοπέλι, γιˬατὶ θὰ πέσ᾽ ᾽ς τὸν ἐgρεμὸ Κρήτ. (Σητ.) Ἤπεσε ἀπὸ τὸν ἐγκρεμνὸ Σίφν. Τὸν γκρέμ-μισε ἀπ᾿ τὰ κρεμ-μὰ Χίος (Καρδάμ.) Ἡ πατρίδα μας ἢτανε γύρω-γύρω ἀψηλή, gρέμος Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ἐκυλίεν τ᾽ ἄλογον ἀπάν᾽ καὶ κά᾽ ᾽ς σὸν κρεμὸν κ᾽ ἐσκοτώθεν Πόντ. (Τραπ.) Πέτρις κύλησαν ᾽ς τὰ γκρέμνα Θρᾴκ. (Μαΐστρ.) Πάω τὸ γκρεμὸ-γκρεμὸ (εἰς τὴν ἄκρην τοῦ κρημνοῦ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Γκρεμὰ θεόρατα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Σὲ κακὸ gρεμὸ νὰ gρεμίσῃς! (ἀρὰ) Πελοπν. (Μάν.) Ποὺ νὰ φά᾽ ὁ κρεμ-μὸς τὸν ἐμυˬαλόσ-σου! (ἀρὰ) Κάρπ. ᾽Σ σὸν κρεμὸν καὶ ᾽ς σὸν ἀγύριστον (ἐνν. νὰ πᾷς· ἀρὰ) Πόντ. Νὰ σὶ πάρ᾽ οὑ γκριμὸς (ἁρὰ) Ἤπ. (Ζαγόρ.) ᾽Σ τὰ gρέμνα καὶ ᾽κόμ᾽ ᾽πεκεῖθ᾽! (ἀρὰ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Δέβα ᾽ς σὸν κρεμὸν καὶ ᾽ς σῆ κρεμοῦ τὴν στράταν! (ἀρὰ) Πόντ. (Ἴμερ.) Γκριμὸς κὶ σάρα νὰ γέν᾽νι οὕλα! (ἀρὰ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γρέμ-μος! (συνών. μὲ τὸ γκρεμοτσακίσου!) Σύμ. || Φρ. Gρεμνὸ εἶναι, μάτι μὴ dόνε πιάσῃ! (ἐπὶ ὑψηλοσώμου ἀνδρὸς) Νάξ (Ἀπύρανθ.) Τοῦ κάκου καὶ τοῦ gρεμοῦ (ἀδίκως, ἀνωφελῶς) Πόντ. (Ἰνέπ.) Πῆγε κατὰ gρεμὸ (κατεστράφη) Ζάκ. Ἔπισα ᾽ς τὸν γκριμὸ ἰγὼ τώρα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἐποῖκεν ἀτον τοῦ κρεμοῦ καὶ τῆς φούρκας (ἄξιον διὰ κατακρήμνισιν καὶ ἀπαγχόνισιν) Πόντ. Ἕνας κουντὰ ᾽ς τοὺν ἄλλουν, σὰν τὰ πρόβατα ᾽ς τὸν γκριμὸ (ἐπὶ ὁμοιοπαθῶν) Θεσσ. (Δομοκ.) Ἔφτασε ᾽ς τὸ χεῖλο τοῦ gρεμοῦ (ἐπὶ μεγίστου κινδύνου) Πελοπν. (Οἴτυλ.) Τί γκριμὸ κά᾽ς ἔτσι; (ἐπὶ ἀκατανοὴτου συμπεριφορᾶς) Μακεδ. (Καστορ.) Φαίνεταί μου ἐνγρεμ-μὸς (ἐπὶ μεγίστης δυσκολίας) Κῶς (Πυλ.) Μοῦ ᾽φερνε γρεμοὺς καὶ θάλασσες (ἐπὶ μεγάλων δυσκολιῶν) Πελοπν. (Λάγ.) || Παροιμ. φρ. Μπρὸς γκρεμὸς καὶ πίσω ρέμα - βράχος - θάλασσα (ἐπὶ διλήμματος. συνών. μὲ τὸ ἀρχ. «μεταξὺ σφύρας καὶ ἄκμονος») σύνηθ. Ἀδὰ γκρεμὸς κ᾽ ἐκεῖ γκρεμός, ᾽ς σὴν μέσην καταρράχτε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Οἰν.) Ἐμπροστὰ βαθὺν κι ἀποπίσ᾽ κρεμὸς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) || Παροιμ. Βόηˬθα μι, νὰ σὶ βουηˬθῶ, | ν᾽ ἀνιβοῦμι ᾽ς τοὺ γκριμὸ Στερελλ. (Σιβίστ.) Ὅπγο͜ιους θέ᾽ τσακ᾽ζμό, ἂς πάῃ ᾽ς τοὺ γκριμὸ (ἐπὶ τῶν ἀκολουθούντων κακὴν τακτικὴν) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Αἴνιγμ. Γύρω-γύρω ἀgρεμὸς | καὶ ᾽ς τὴ μέση θάλασσα κιˬ ἀπάνου ᾽ς τὸ τουρλὶ | κάθεται χρυσὸ πουλλί! (ὁ λύχνος) Πελοπν. (Μάν.) Ἄσπρα ἄλογα ἁλωνίζουν, | ἡ σαρωματοῦ σαρώνει, ὁ gρεμὸς τὰ κατεβάζει, | ἡ σακκούλα συμμαζεύει (ὀδόντες, γλῶσσα, λάρυγξ, κοιλία) Πελοπν. (Κάμπ. Λακων.) || ᾌσμ. Ποῦ ᾽ναι gρεμός, νὰ gρεμιστῶ, ποῦ ᾽ναι φωτιˬά, νὰ δώσω, ποῦ ᾽ναι μαχαίρι, νὰ σφαῶ, νὰ κακοθανατώσω; (μοιρολ.) Κρήτ. (Σητ.) Μηλίτσα, πού ᾽σαι ᾿ς τὸ γκρεμνὸ τὰ μῆλα φορτωμένη, τὰ μῆλα σου λιμπίστηκα, μὰ τὸν γκρεμνὸ φοβοῦμαι Ἰων. (Κρὴν.) Ποτὲ ᾽ς τὸ νοῦ ᾽ὲν ἤαλ-λα τέτο͜ιο κακὸ νά γίνῃ, νὰ πέσω πάνω ᾽ς τὸ κρεμ-μὸ τσαὶ σκίζα νὰ μὴ μείνῃ (μοιρολ.) Κάρπ. Πῶς θὰ τὸ β-βάλουμ-μέσ᾽ ᾽ς τὴ γῆ, ᾽ς τὸμ-μαυρισμένον Ἅδημ, πού ν᾽ ἀψηλὸς σὰν ἐγκρεμνός, βαθὺς σὰν dὸ πηγάδι! (μοιρολ.) Νίσυρ. Ἅι μου Πανdελέμονα, ποὺ εἶσαι μέσ᾽ ᾽ς τὰ κρέμ-μη, βλέπε το τὸ πουλλάκιμ-μου ᾽ς τὴ θ-θάλασσαμ bοὺ μbαίνει Νίσυρ. Θωρεῖς τον τὸν ἀμάραdο σὲ τί gρεμνὸ φυτρώνει! Τὸν τρῶν τὰ ᾽λάφιˬα καὶ ψοφοῦν, τ᾽ ἀγρίμιˬα κ᾽ ἡμερώνουν Κεφαλλ. Θὰ πάρου γύρου τὰ βουνά, τὰ gρέμιˬα θὰ ρουτήσου, ἴσους μοῦ δώσουν γιιˬατρικό, γιˬὰ νὰ σὶ λησμουνήσου Σάμ. Ὅπο͜ιος γροικᾷ τσὶ κοπελιˬὲς καὶ θέλει ν᾿ ἀγαπήσῃ, κάλλιˬα dου νὰ βρεθῇ κρεμνός, νὰ πάῃ νὰ τσουρίσῃ (= κρημνισθῇ) Κρήτ. Gρεμνά ᾽ναι ᾽μᾶς οἱ τόποι μας, λέσκες τὰ χειμαδιά μας (λέσκα = κρημνῶδες ἔδαφος) Κρήτ. Ἄμε ᾽ς τὸ gρεμνὸ gρεμνίσου, | μὰ ιˬά όου μου δὲν ἢσου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ποίημ. Χωρὶς γόγγυσμα κιˬ ἀντάρα παρὰ κείνη μοναχά, ὅπου ἐκάναν μὲ τὴν κάρα μὲ τὰ στήθιˬα ᾽ς τὰ γκρεμνὰ Δ. Σολωμ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀπόγκρεμος 3, γκρεμιστούρα, λέσκα, πέτακας, στεφάνι. 2)Βραχώδης τόπος, συνήθ. κατὰ πληθ. οὐδ. Ἰων. (Φώκ.) Κίμωλ. Κρήτ. Πάρ. Σέριφ. Σκῦρ. Τῆλ. Χίος (Ἐγρηγόρ.): Ἤτανε ὅλο ἀνgρεμνά, ἀβράχιˬα καὶ τὰ μέρεψε (ἐπὶ ἀγροῦ) Κίμωλ. Τὸ σφαχτὸ βράχωσε ᾽ς τὰ γκρεμνὰ (βράχωσε = ἐνεκλείσθη εἰς βράχους) Σκῦρ. Τσὶ βάλαν καὶ σποῦσαν γκριμὰ Φώκ. Τὰ gρεμνὰ τά ᾽χω φυτολοημένα λάχανα Σέριφ. 3) Μέγας λίθος μὴ αὐτοφυὴς Κίμωλ. Κόπρ. Χίος (Καρδάμ.) Πισπιλ. κ.ἀ.): Μὲ τὸν πόδαν του ἐσκούντησεν ἕναν κρεμ-μὸν καὶ τὸν ἐκύλησεν κάτω κ᾽ ἐσκότωσεν πολλοὺς Καρδάμ. Θὰ σοῦ σύρω ἕναν κρεμὸ αὐτόθ. Ἔσυρνέμ-μου κρεμ-μοὺς Κύπρ. Μ ᾽ ἔπιασαν μὲ τοὺς κρεμ-μοὺς καὶ κοντέψασι νὰ μὲ σακατέψουν Καρδάμ. Κουβάλησα γρεμνὰ καὶ τά ᾽καμα τοῖχοι Κίμωλ. Β) Μεταφ. 1) Καταστροφὴ Κ. Παλαμ., Δεκατετράστ., 89: Ποίημ. ᾽Σ τὰ τραχιˬὰ μονοπάτιˬα, ᾽ς τ᾽ ἀκρωτήριˬα τοῦ συντριμμοῦ καὶ τοῦ γκρεμοῦ μέ πᾶτε; 2) Καταρράκτης Στερελλ. (Παρνασσ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς ἀνωτ. τύπ. πολλαχ., ὡς Ἀγκρεμνὸς Εὔβ. (Βίταλ. Κονίστρ.) Κότινος Κρεμ-μὸς Κύπρ. Φυρρὸς Ἐgρεμνὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κινίδ.) Χαλασμένος Ἐgρεμνὸς Κῶς. Τοῦ Χασάνη Κρεμνὸς Εὔβ. (Ὀκτον.) Ἀπ᾽ δῶ Κέιμνους Σαμοθρ. Κρεμ-μοὶ τ᾽ Ἀλουποῦ Κύπρ. Gρεμὸς τοῦ bίρου Ἐρεικ. Ἐρτὰ Gρεμνὰ (᾽ερτὰ = γυρτὰ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τοῦ Ἐσμοῦ ὁ Ἐgρεμ-μὸς Κάλυμν. Γκρεμὸς τοῦ Ρουμάνου Παξ. Καλ-λάρη τὰ Κρεμ-μὰ Κάσ. Λουκᾶ Κρεμ-μὰ Χίος (Πισπιλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/