γκρεμοτσακίδιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμοτσακίδιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκρεμοτσακίδιˬα τά, πολλαχ. γκριμουτσακίδιˬα Μακεδ. (Θεσσαλον.) gριμουτσακίδιˬα Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γκρεμοτσακίζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίδι κατὰ πληθ.
Σημασιολογία
Ἀντὶ προσ, φύγε, ἐξαφανίσου ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ πᾷς ᾽ς τὰ γκρεμοτσακίδια Ἀθῆν. Συνών. γκρεμολογῶ Β2, γκρεμοτσακίζω Α2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA