γκρεμοτσάκισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμοτσάκισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκρεμοτσάκισμα τὸ, Π. Νιρβάν., Γύρω ἀπὸ τὸν ἔρωτ., 82 Κ. Σκόκου, Σκίτσα, 22 - Λέξ. Δημητρ. γκριμουτσά᾽σμα Μακεδ. (Θεσσαλον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γκρεμοτσακίζω.
Σημασιολογία
Ἡ πρᾶξις καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ γκρεμοτσακίζω ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ὁδοιποροῦσαν μὲ τὰ γαιδουράκιˬα, δὲν ἐφαντάζοντο ποτὲ τὰ γκρεμοτσακίσματα τῶν αὐτοκινήτων Π. Νιρβάν., ἔνθ᾽ ἀν. β) Μεταφ., ἡ τελεία καταστροφὴ Κ. Σκόκου, ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπὸ τὴν δικανικὴν κλίμακα τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς ἐξαρτᾶται ἐνίοτε ἡ εἰρήνη ἢ τὸ γκρεμοτσάκισμα τοῦ κόσμου. 2) Ἀντὶ προστ. κατὰ πληθ., χάσου, ἐξαφανίσου Μακεδ. (Θεσσαλον.): Γκριμουτσακίσματά σ᾽! Συνών. ἀρατίζω, γκρεμίζω Β2β, γκρεμολογῶ Β2, γκρεμοτσακίζω Α2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA