γκρεμοτσακιστὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμοτσακιστὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γκρεμοτσακιστὰ ἐπίρρ. Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 63.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκρεμοτσακιστός.
Σημασιολογία
Μὲ βιαίας κινήσεις, οἱονεὶ συνεχῶς καταπίπτων καὶ ἐγειρόμενος: Ἀνέβαζαν ἀκατάπαυστα οἱ μπακαλόγαττοι ἀπ᾽ τὸ ὑπόγειο γκρεμοτσακιστὰ μὲ ποδοβρόντι στὴν ἀσκάλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA