βέλιˬουρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βέλιˬουρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βέλιˬουρας ὁ, Ἰθάκ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάμ. Μεσσ. Τριφυλ. Χατζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) βέλουρας Θεσσ. Στερελλ. (Δεσφ.) -Λεξ. Αἰν. βίλιουρας Ἤπ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) βόλιˬαρης Πελοπν. (Μεσσ.) βουλίρας Κεφαλλ. βίλιˬαρη ἡ, Ἤπ. βούλιˬαρη Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *βδέλλουρας, ὃ ἐκ τοῦ ἀβδέλλα. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 (1926) 444.
Σημασιολογία
Ἀβδελλόχορτο, ὃ ἰδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Πυλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA