γκρεμούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκρεμούδι τό, Ἤπ. (Μαργαρ.) Χίος γκριμούδ᾽ Θεσσ. (Βαθύρρ.) ἀγκρεμούγι Εὔβ. (Κουρ.) ἀγκρεμνούγι Εὔβ. (Κύμ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γκρεμός, παρὰ τὸ ὑπ. καὶ οἱ τύπ. ἀγκρεμὸς καὶ ἀγκρεμνός. Περὶ τῆς καταλ.-ούγι τῶν τύπων ἀγκρεμούγι καὶ ἀγκρεμνούγι βλ. Σ. Καρατζ., Ὑποκορ. Ἰδιωμ. Κύμ., 59.

Σημασιολογία

Μικρὸς κρημνὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Τσαπάνου ᾽ς τὴν Κρανιὰ εἶναι γκρεμούδιˬα Ἤπ. (Μαργαρ.) || ᾎσμ. Ἀντίκρυ μοῦ ᾽ρτες κ᾽ ἢκατσες ἀπάνω ᾽ς τὸ γκρεμούδι καὶ παρομο͜ιάζ᾽ ἡ μούρη σου σὰν τὸ παλιˬογαιˬδούρι Χίος. Συνών. βλ. εἰς λ. γκρεμουδάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/