ἀστράκι (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστράκι (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀστράκι τό, (Ι) ὀστράκι ᾿Αντικύθ. Κρήτ. ἀστράκιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀστράκι Κρήτ. (Μεραμβ.) Κύθηρ. Κύθν. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάκων. Μάν.) Χίος – Λεξ. Βλαστ. 317 ἀστράτσι Κύθν. ἀστράχι Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 317 Πρω. ᾽στράκι Θρᾴκ. Καππ. (᾽Αραβάν. Σινασσ.) ᾽στράτε Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾽στράκ᾿ Καππ. (᾿Ανακ. Φερτ.) ’σράκ’ Καππ. (Φερτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ὀστράκιον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
1) Κέραμος, κεραμίδιον Λυκ. (Λιβύσσ.) 2) Θραῦσμα κεράμου, ἰδίως πηλίνου ἀγγείου κττ. Καλάβρ. (Μπόβ.) Καππ. (’Ανακ. ᾽Αραβάν. Σινασσ. Φερτ.) Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) β) Κόνις κοπανισμένων κεράμων ριπτομένη ἐντὸς τοῦ σίτου πρὸς πρόληψιν τῆς ἀναπτύξεως ζωϋφίων καὶ ἀποχωριζομένη αὐτοῦ κατὰ τὸ κοσκίνισμα Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) γ) Μῖγμα ἐκ τετριμμένων κεράμων μετ᾿ ἀσβεστοκονίας ’Αντικύθ. Κύθν. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Χίος – Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ.: Φρ. μεταφ. Ἔγινε ἀστράκι (κατεστράφη, ἐχάθη) Λάκων. Μάν. ᾿Αστράκι νὰ γενῇ! (συνών. φρ. τσιμέντο νὰ γίνῃ! ᾽Αρὰ) Λακων. δ) ᾿Ασβεστοκονίαμα Λεξ. Πρω. Συνών. σουβᾶς. 3) Ὁ ἐκ πορσελάνης ἀπομονωτὴρ τῶν στύλων τοῦ τηλεγραφικοῦ σύρματος Πελοπν. (Λάκων.) Πβ. Σομ. ἀστράκι = smalto. 4) Σκληρὸν χῶμα ἐν γένει Χίος. 5) Πέτρα λευκὴ καὶ σκληρὰ Πελοπν. (Μάν.) 6) Τεμάχιον μυλόπετρας Πελοπν. (Λακων.) Πβ. ἀστρακιˬά, ἀστράχα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA