ἀστρακιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστρακιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστρακιˬὰ ἡ, ᾽Αθῆν. (παλαιότ.) ᾽Ιων. (Κρήν.) Κάρπ. Μῆλ. Μύκ. Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. Σάμ. Σύμ. Χίος (Νένητ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ. ἀστρατιὰ Κυδων. Λέσβ. ἀστρατσὰ Κυδων. Λέσβ. Μύκ ἀστρακὰ Χίος (Νένητ.) ἀστραχιˬὰ Μακεδ. (Γκιουβ. Καστορ.) - Λεξ. Βλαστ. ἀστραὰ Χίος (Μεστ.) ἀστρουχιˬˬὰ Μακεδ. (Σιάτ.) ἀστριχιˬὰ Θεσσ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Σουφλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γρεβ. Καταφύγ. Σέρρ. κ.ἀ.) ἀτριχιˬὰ Μακεδ. (Βελβ.) ᾿στρακιˬὰ Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿στρατσὰ Χίος (Μεστ. Πυργ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστράκα, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀστράχα, καὶ τῆς κατάλ. -ιˬά. Ὁ GMeyer Neugr. Stud. 2,14 ἐσφαλμένως χωρίζει ἀπὸ τοῦ ἀστρακιˬὰ τοὺς τύπους ἀστραχιˬά, ἀστρουχιˬὰ καὶ ἀστρεχιˬὰ ὡς προελθόντας ἐκ τοῦ ἀρχ. Σλαβ. streha.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ τεμάχια κεράμων ἐξ ὧν κατασκευάζεται κονία πρὸς ἐπάλειψιν δεξαμενῆς ἢ ὑδραγωγείου Ρόδ. β) Μῖγμα ἐκ συντριμμάτων κεράμου καὶ ἀσβέστου ᾿Αθῆν. (παλαιότ.) Κάρπ. Σύμ. Χίος. Συνών. ἀστρακάσβεστο. 2) Ἔμπλαστρον ἐξ ἀσβέστου διὰ τοῦ ὁποίου συγκολλοῦν τὰ ραγισμένα ἀγγεῖα Λυκ. (Λιβύσσ.) 3) Τὸ δάπεδον τῶν στεγῶν κατασκευαζόμενον ἐκ μίγματος ἀσβέστου, χαλικίων καὶ εἰδικοῦ χώματος τὸ ὁποῖον καλεῖται ἀστρακόχωμα Χίος (Μεστ. Νένητ. Πυργ.) - Λεξ. Βλαστ. 4) Γῆ δυσκατέργαστος Κάρπ. 5) Στέγη, δῶμα οἰκίας συνήθως ἐκ κόνεως κεράμων καὶ ἀσβέστου ἢ καὶ ἐκ κεράμων κατασκευαζομένη Ἰων. (Κρήν.) Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Μῆλ. Μύκ. Σάμ. Χίος: Ἁπλώνου ροῦχα ᾿ς τ᾿ν ἀστρατσὰ Κυδων. || Φρ. Ἀστρακιˬὰν τὴν ἔκαμεν (ἐνν. τὴν κοιλίαν του, ἔφαγεν ὑπερμέτρως. Συνών. φρ. τὴν ἔκαμε δῶμα - ταράτσα) Χίος || Παροιμ. Βάλε ᾿ς τὴν ἀστρακιˬὰν φλουριˬὰ νὰ κάμῃς τοὺς ἀγγέλους κλέφτες (ὅτι ὁ πειρασμὸς τοῦ χρυσοῦ δύναται νὰ ἐπηρεάζῃ καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους) Χίος. 6) Τὸ γεῖσον τῆς στέγης ὁπόθεν ρέει τὸ ὕδωρ τῆς βροχῆς Θεσσ. Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Σουφλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ. Καστορ. Σέρρ. Σιάτ.) Μύκ. Πελοπν. (Λάκων.) Χίος: Στάθ’-καμι κάτ’ ἀπ᾽ τ᾿ν ἀστριχιˬὰ ὅσου π᾽πέρασι ἡ βρουχὴ Σουφλ. || Φρ. Ἀστρακιˬὰ καὶ νεροχύτης τ᾽ἀφτιˬά σου (ἐπὶ τῶν μὴ προσεχόντων εἰς τὰ λεγόμενα, ἀλλ᾽ ἀνεχομένων νὰ εἰσέρχωνται καὶ νὰ ἐξέρχωνται ταῦτα διὰ τῶν ὤτων των ὅπως τὸ ὕδωρ τῆς βροχῆς ἀπὸ τῆς ὑδρορρόης τῆς στέγης ἐξέρχεται διὰ τοῦ νεροχύτου) Χίος ᾽Απ’ τό ᾽να ἀστρατσὰ τσ᾽ ἀπ’ τ’ ἄλλο κάναλος (τό ᾽να ἐνν. ἀφτί Συνών. τῇ προηγουμένῃ) Μύκ. Γιννήθ’κιν ἀπκάτ’ ἀπ’ ν ἀστρουχιˬὰ (ἐπὶ τοῦ ἐν σκληραγωγίᾳ ἀνατραφέντος) Σιάτ. || ᾌσμ. Ἔχου μηλεˬὰ ᾽ς τὴν πόρτα μου κιˬ ἀσ-μᾶ ’ς τὴν ἀστριχιˬά μου (ἀσ-μᾶς = κληματαρεˬὰ) Θρᾴκ. Τό ’να μ᾿ ἀφτὶ κάμν’ ἀστρακιˬὰ καὶ τ’ ἄλλο μου κανάλι, νὰ μοῦ τὰ λένε ἀφ᾽ τὴ μιˬά, νὰ βγαίνουν ἀφ᾽ τὴν ἄλλη Χίος. β) Πληθ. ἀστρουχεˬές αἱ σταγόνες τῆς βροχῆς αἱ ἀποστάζουσαι ἀπὸ τὸ γεῖσον τῆς στέγης Μακεδ. (Σιάτ.) 7) Καλύβη πρὸς προφύλαξιν ἀπὸ τῆς βροχῆς Σάμ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ’Αστρακιˬὰ Κάρπ. Ἀστρακιˬὲς Ρόδ. Πβ. ἀστράκι Ι, ἀστράχα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/