βέλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βέλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βέλο τό, κοιν. βέλου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἰταλ. velo.
Σημασιολογία
1) Λεπτότατον καὶ ἀραιὸν μεταξωτὸν ὕφασμα, πέπλος κοιν.: Τὸ βέλο τῆς νύφης. Καπέλλο μὲ τὸ βέλο σύνηθ.|| ᾌσμ. Ἄντρα μου, θέλω καππέλλο | γῦρο γῦρο μὲ τὸ βέλο σύνηθ. Τὴ θάλασσα τὴν ἄγρια θὰ τὴνε στρώσω βέλα, νά ᾿ρθῃ τ’ ἀιˬταίρι μου καλὰ ᾿ς τὸ πάει καὶ ’ς τὸ ἔλα Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Συνών. κρέπι, τούλι. 2) Δέρμα λεπτόν, ὑμὴν Ζακ 3) Γυναικεῖον ἔνδυμα ἄνευ χειρίδων Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA