γκρεμόχορτο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμόχορτο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκρεμόχορτο τό, Πελοπν. (Δημητσ.) – Χελδρ. – Μηλιαρ Δημ., Ὀνομ. φυτ., 58 – Λεξ. Δημητρ. gρεμόχορτο Κέρκ. κρεμνόχορτο Π. Γενναδ., 535 γκρεμνόχορτο Α. Μηλιαρ, 283 –Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. κρεμόχορτο Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γκρεμὸς καὶ χόρτο.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν ἡ Κόνυζα ἡ πάλλευκος (Inula candida) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae). Συνών κοψόχορτο, σαρκοτρόφι, φυλλόχορτο, σφαγιˬόχορτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/