βελονάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελονάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βελονάκι τό, σύνηθ. βιλουνά’ βόρ. ἰδιώμ. βελονάτι Κύθν. Πελοπν. (Κλουτστνοχ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βελόνα διὰ τῆς καταλ. –άκι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Μικρὰ βελόνη τοῦ ραψίματος σύνηθ.: Γνωμ. Ὅταν ἔβγῃ τὸ κολοκυθάκι, | διάολος ἐπῆρε τὸ βελονάκι (κατὰ τοὺς μῆνας Μάιον καὶ Ἰούνιον ἐπικρατεῖ ἔλλειψις χρημάτων) Ζάκ. Συνών βελονίτσα 1, *βελονόπουλλον. 2) Βελόνη τοῦ πλεξίματος δαντέλλας, φανελλῶν κττ. Εὔβ. (Κουρ. Κύμ.) Κέρκ. Κύθν. Λέσβ. Στερελλ. (Ἀράχ.) -Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. 3) Ἧλος λεπτὸς μὲ μικρὰν κεφαλὴν χρήσιμος εἰς τὴν ὑποδηματοποιίαν Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) 4) Ἀμπελοφάσουλο, ὃ ἰδ., Κέρκ. κ.ἀ. 5) Τὸ φυτὸν ἐρωδιὸς ὁ ψευδοκώνειος (erodium cicutarium) τῆς τάξεως τῶν γερανιωδῶν (geraniaceae) Θεσσ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Συνών. καλόγερος, πιρούνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/