γκρενιˬᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρενιˬᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκρενιˬᾶς ὁ, Πηλ. Παπαγεωργ., Σιτάρ., 21 γκρινιˬᾶς Εὔβ. (Γραμπ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ. Ἦλ. Κοπαν. Λάλ. Μαντίν. Φεν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀστακ. Λεπεν.) gρινιˬᾶς Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Πελοπν. (Κάμπ. Λακων.) γρινιˬᾶς Εὔβ. (Κάρυστ.) γρινὲς Εὔβ. (Κάρυστ.) γρενιˬᾶς Πηλ. Παπαγεωργ., Ἑλλην. σιτηρογρ., 111 Φ. Τζουλιάδ., Τὸ σιτάρι, 15 γρουνιᾶς Πηλ. Παπαγεωργ., Ἑλλην. σιτηρογρ., 111.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Ποικιλία Σίτου τοῦ ἡμέρου (Triticum sativum) ἔχοντος ἐπιμήκη στάχυν χρώματος ἐρυθρωποῦ μετ᾽ ἀκανονίστων αἰθέρων ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ γκρινιˬᾶς κάνει καλὸ ψωμί, δὲν κάνει ὅμως γιˬὰ τραχανοχυλοπίττες, γιˬατὶ ἔναι τὸ ἀλεύρι του μουντὸ (= πιτυροῦχο) Πελοπον. (Γαργαλ.) Ἔσπειρα τὸ τρανὸ χωράφι οὕλο μὲ γκρινιˬᾶ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/