γκριγκανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκριγκανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκριγκανίζω Ἤπ. γκριγκανίζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) γκιργπανίζω Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. γκριγκάνι, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γκριγκανέλι.

Σημασιολογία

Ἐπὶ κωδωνίσκου, προκαλῶ, ἀποδίδω λεπτὸν μεταλλικὸν ἦχον ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ γκιργκανέλιˬα (τῆς καλῆς φορεσιᾶς των) ἐγκιργκάνιζαν Ἤπ. β) Θορυβῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τί γκριγκανίζ᾽ αὐτὸς ᾽κειπέρα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/