γκριζάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκριζάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκριζάρι τό, ἐνιαχ γκριάρ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Παρνασσ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρίζο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –άρι (Ι).

Σημασιολογία

1) Χονδρὸν ξύλον ἐλάτης χρησιμοποιουμενον ὡς καύσιμος ὕλη ἔνθ᾽ ἀν.: Πάου νὰ κόψου γκριάριˬα Στερελλ. (Ὑπάτ.) Συνών. γκρίζο 1β. 2) Μεταφ., ἄγριος ξυλοδαρμὸς Στερελλ. (Ὑπάτ.): Θὰ σ᾽ τραυήξου ἕνα γκριάρ᾽!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/