γκριζόλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκριζόλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκριζόλα ἡ, Ἤπ. Μεγίστ. – Λεξ. Πρω. Δημητρ. gριζόλα Θήρ. γριζόλα Ἤπ. Σαλαμ. – Α. Ἀναργ., Σπετσιωτ., 438 Λ. Παλάσκ., Ὀνοματολόγ., 49 D. C. Hesseling, Mots marit., 16 – Λεξ. Πρω. Δημητρ. γριτζόλα Νάξ. κρεζόλα Κύθν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. grisiolα = καλαμόπλεκτον ἁλιευτικὸν ἐργαλεῖον, κύρτος ἢ καλάμινον κιβώτιον πλοίου.
Σημασιολογία
1) Ξύλινος νάρθηξ πρὸς ἐναπόθεσιν τῆς πυξίδος πλοίου, πυξιδοθήκη ἔνθ᾽ ἀν. β) Ἑρμάριον παρὰ τὴν πρῴραν συνήθως ἢ τὴν πρύμνην πλοίου διὰ τὴν ἐναπόθεσιν ποικίλων ἀντικειμένων Κύθν. Σαλαμ. 2) Μεταφ., ὑβριστικῶς ἐπὶ γυναικός ἀτημελήτου Θήρ. Κύθν. Νάξ. Συνών. ἁλατοσακκούλα, κατουροποδιˬά, ψαροκασέλα. Πβ. παλιˬοκασέλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA