βελουδένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελουδένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βελουδένιˬος ἐπίθ. κοιν. βιλουδένιˬους βόρ. ἰδιώμ. βιλ’δένιˬους Λέσβ. (Ἀγιάσ.) βελουδέν-νιˬος Εὔβ. (Κουρ. Ὀξύλιθ.) βελ-λουδένιˬος Ἴος βελ-λουδένος Κύπρ. βελλουένος Κάρπ. βελουβένιˬος Κάλυμν. βελ’βένιˬος Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βελοῦδο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ένιˬος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐκ βελούδου πεποιημένος κοιν.: Βελουδένιˬος καναπὲς-σκοῦφος. Βελουδένιˬα πολυθρόνα-φορεσιˬά. Βελουδένιˬο γιλέκο-φουστάνι. Συνών. βελούδινος. 2) Μαλακός, ἁπαλὸς ὡς βελοῦδον σύνηθ.: Βελουδένιˬο δέρμα. Βελουδένια μάγουλα-χέριˬα κττ. σύνηθ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βελουδένιˬος Δρόμος καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Τρίπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA