βέργα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βέργα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βέργα ἡ, κοιν. καὶ Καππ. (Σίλ.) βέρκα Κύπρ. Ρόδ. Χίος (Καρδάμ. Πύργ.) βέρgα Κύπρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βέργα, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. virga.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Κλάδος ἰδίως λύγου, ἰτέας, ἀμπέλου καὶ ἄλλων θάμνων ἢ δένδρων κοιν.: Φρ. Ἡ δεῖνα εἶναι σὰν βέργα ἢ ἁπλῶς εἶναι βέργα (ὑψηλὴ καὶ εὑλύγιστος, ραδινὴ) σύνηθ. Τρώγω βέργα (δέρνομαι, συνών. φρ. τρώγω ξύλο) πολλαχ. Ρίχνει βέργα (ἐξαπλοῦται, οἷον: τοῦ πονοῦσε τ᾽ ἀφτὶ καὶ τοῦ ’ριξε βέργα ἴσαμε τὸ μάτι ἐνν. ὁ πόνος, ἡ δροσοπίλιˬα ἀπὸ τὸ ποδάρι ρίχνει βέργα 'ς τὸ παραδάγγαλο, τὸ ἐρυσίπελας ἐκ τοῦ ποδὸς ἀντανακλᾷ εἰς τὴν βουβωνικὴν χώραν κττ.) Κέρκ. Βέργα πήδιξι (ἐπὶ βρέφους ἀρτιγεννήτου φέροντος μελανὴν ταινίαν κατὰ τὸν λαιμὸν ἀποδιδομένην εἰς τὸ ὅτι ἡ μήτηρ του ἔγκυος οὖσα διεσκέλισε ράβδον) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) || Παροιμ. Ὅσο ’ν’ ἡ βέργα τρυφερὴ τὴν κάνεις ὅ,τι θέλεις (τὰ ἐλαττώματα διορθώνονται εὐκόλως κατὰ τὴν εὔπλαστον παιδικὴν ἡλικίαν, συνών. παροιμ. ὅσο ’ν’ ἡ βίτσα δροσερὴ τὴν κάμνεις ὅ,τι θέλεις) Ζάκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀμπελόβεργα 1, ἔτι δὲ βεργὶ 2. β) Ἡ πρὸς φύτευσιν προοριζομένη κληματὶς Εὔβ. (Καλύβ.) Κυκλ.: Γνωμ. Τὸ Γενάρι κόψε βέργα καὶ φεγγάρι μὴ γυρέψῃς (κατὰ τὸν Ἰανουάριον δύνασαι καὶ μὴ πληθούσης τῆς σελήνης νὰ κόψῃς βέργας κλήματος πρὸς μεταφύτευσιν) Κυκλ. γ) Τὸ κλῆμα Πελοπν. (Γορτυν.) 2) Ὁ κάλαμος τοῦ ψαρεύματος δι᾽ ἀγκίστρου ’Αμοργ. 3) Ὁ ὀβελὸς διὰ τοῦ ὁποίου καθαρίζεται ἡ κάννη τοῦ τουφεκίου Κύθν. -Λεξ. ’Ελευθερουδ. Μ'Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Βέργα τοῦ τουφεκιˬοῦ. Συνών. τουφεκόβεργα. 4) Λεπτὴ ράβδος ἀπὸ τὴν θηρευτικὴν φούρκαν ἐξαρτωμένη καὶ προκαλοῦσα τὴν πτῶσιν τῆς παγίδος Στερελλ. (Αἰτωλ.) 5) Ράβδος τιθεμένη ἐν τῇ κατὰ μῆκος ἐντομῇ τοῦ ἐμπροσθίου καὶ ὀπισθίου ἀντίου πρὸς συγκράτησιν τοῦ στήμονος Ἤπ. Μακεδ. (Σιάτ. κ.ἀ.): Παροιμ. Ἔπισιν ἡ βέργα κιˬ οὑ ὑφαντὴς ᾽ς τὴν τσέργα (ἐπὶ τοῦ ἀμερίμνως κοιμωμένου μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν ἐργασίας τινὸς) Μακεδ. Συνών. ἀναγκάρδι, σαγίττα. 6) Βακτηρία Εὔβ. (Κουρ.) Κρήτ. 7) Καπνοσύριγξ (ὡς ἐκ βέργας κατασκευαζομένη) Ἤπ. Πελοπν. (Βυτίν. Οἰν.) 8) Ὁ κανὼν τοῦ στατῆρος ἐπὶ τοῦ ὁποίου σημειώνονται αἵ ὀκάδες πολλαχ. Συνών. ἀνέλλο 3, χέρι τοῦ κανταριˬοῦ. 9) Ζυγαριὰ εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν ἀρτοποιῶν Ἤπ. (Πωγων.): Ἡ βέργα μπανί'ζ', σούφρουσ’ τὰ μπουούριˬα (ἡ ζυγαριὰ τῆς ἀστυνομίας ἔρχεται, κρύψε τὰ λειψὰ ψωμιά). 10) Ξυλίνη στεφάνη οἵα βυτίου, κυνηγετικῆς ἀπόχης κττ. (ὡς κατασκευαζομένη ἀπὸ εὐλύγιστον εὐθὺν κλάδον) Πελοπν. (Λακων.) 11) Ὡς ναυτικὸς ὅρ. σιδηροῦς συνδετικός κρίκος ἢ μικρὰ περόνη διὰ τῆς ὁποίας ἑνοῦνται τὰ δύο μέρη γιγγλύμου σύνηθ. 12) Ὁ δακτύλιος τοῦ ἀρραβῶνος Λέρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Χίος: Βέργα μαλαματένιˬα Χίος. Συνών. ἀρραβῶνας 2, βέρα (Ι) 1, βεργέττα 1. 13) Μέγα ἐνώτιον ἐξ ἑνὸς ἢ πλειόνων χρυσῶν ἤ ἀργυρῶν κρίκων Ἰκαρ. Καππ. (Σίλ.) Κάρπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Νίσυρ. Συνών. βέρα (Ι) 2, βεργάκι 2. 14) Βραχιόλιον 'Ικαρ. Συνών. βεργάκι 3, βραχιˬόλι. 15) Ἔλασμα χρυσοῦν ἢ ἀργυροῦν κοσμημένον διὰ φλωρίων ἢ βεργαλίδι ἄλλων κοσμημάτων μὲ τὸ ὁποῖον αἱ γυναῖκες κοσμοῦν τὸ μέτωπον Σύμ.: Παροιμ. Οἱ βέργες ἄν ἐχάθησαν, ἀκόμα τρῦπες στέκουν (ἐπὶ ἀνθρώπου καταντήσαντος πτωχοῦ, διατηροῦντος ὅμως τὴν παλαιὰν εὐγένειαν). 16) Ἔλασμα μετάλλινον ἢ ἐξ ἄλλης στερεᾶς οὐσίας εἰς σχῆμα ράβδου Κύθν. Νάξ. ('Απύρανθ.) κ.ἀ. -Λεξ. Βυζ. Περίδ. Ἐλευθερουδ.: Μιˬὰ βέργα ἀσήμι-καλάι-μάλαμα-βουλλοκέρι. || Φρ. Μιˬὰ βέργα βολύμι (μολυβδοκόνδυλον) Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Νά 'χα δυˬό βέργες μάλαμα τσαί τέσσερεις ἀσήμι ᾿ς τὴν ἐκκλησιˬὰ ποῦ στέτσεσαι νὰ σοῦ 'κανα στασίδι Κύθν. 17) Τὸ στήριγμα τοῦ τροχοῦ τοῦ ροδανιοῦ Σίφν. 18) Ἡ κυλινδρικὴ δοκὸς ἡ στηρίζουσα τὴν στέγην τῶν καλυβῶν Λυκ. (Λιβύσσ.) 19) Δοκὸς χρησιμεύουσα ὡς πρόχειρος γέφυρα ποταμοῦ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βυτίν. Παππούλ.) Συνών. βεργιˬά. 20) Τὸ διὰ τοῦ ἐπανωλίθου τοῦ ἐλαιοπιεστηρίου διερχόμενον ξύλον ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ ὁποίου προδένεται ὁ ἵππος ἢ ὁ ἡμίονος, ὁ ὁποῖος περιστρεφόμενος κινεῖ τὸ πιεστήριον Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Μέσσ.): Φρ. Λᾴδι τῆς βέργας (ἔλαιον ἐλαιοτριβείου καὶ οὐχὶ τῆς μηχανῆς) 21) Ξύλον συνδέον δύο τμήματα τοῦ ἀρότρου Μακεδ. Β) Μεταφ. 1) Τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον Κεφαλλ. Ἡ σημ. ἤδη μεσν. Πβ. Περὶ γέροντ. 42 (ἔκδ. Wagner σ. 107) «πῶς ἐδυνήθη κ' ἔκοψεν ἡ μαραμένη βέργα | τῆς παρθενιᾶς τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐνοστιμάδα». 2) Ὁ ἐπιμήκης σωρὸς τοῦ σίτου ὁ σχηματιζόμενος ἐν τῷ ἁλωνίῳ μετὰ τὸ λίχνισμα Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Κύπρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Γαρδίκ.): Ἡ βέργα τ᾿ ἁλωνιˬοῦ Μάν. Βέργα τοῦ σταριˬοῦ Χαλκιδ. Πβ. βεργὶ 15. 3) Τοῖχος διαχωρίζων ἀγροὺς Πελοπν. (Λακων.) 4) Τοῖχος ἔχων πολεμίστρας ὄπισθεν τοῦ ὁποίου κρυπτόμενοι μάχονται, προμαχὼν ᾿Αθῆν. Πελοπν. (Λακων.) 5) Τοῖχος φρουρίου Μακρυγ. ’Απομν. 2,157: Ὅλη νύχτα δυναμώναμε τὴ βέργα. 6) Τὸ μεταξὺ δύο τοίχων διάστημα ἀμπέλου καὶ ἐντεῦθεν ἔκτασις ἀμπέλου ἰσοδυναμοῦσα πρὸς ἥμισυ περίπου στρέμμα Θεσσ. (Νευρόπ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Βέργα Πελοπν. (Λακων.) Βέργες Πελοπν. (Δημητσάν. Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/