βεργέττα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεργέττα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βεργέττα ἡ, πολλαχ. βιργέττα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βεριˬέττα Κεφαλλ. βερέττα Ζάκ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βεργέττα, ὃ ἐκ τοῦ Ἰταλ. verghetta.

Σημασιολογία

1) Βέρα (Ι) 1 ὃ ἰδ., πολλαχ. 2) Χρυσοῦν ἐνώτιον κυκλικόν, ἁπλοῦν Θήρ. Κέρκ. Κεφαλλ. Μῆλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεγαλόπ.) Σύμ. κ.ἀ. β) Ἐνώτιον τὸ ὁποῖον ἔφερον παλαιότερον οἱ ἄνδρες παιδιόθεν ἐπὶ τοῦ ἑτέρου ὠτός, συνήθως δῶρον τοῦ ἀναδόχου Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Σαλαμ. κ.ἀ. 3) Τὸ ἄνω ἡμικυκλικὸν μέρος τοῦ ἐνωτίου τὸ διὰ τῆς ὀπῆς τοῦ λοβοῦ τοῦ ὠτὸς διερχόμενον Σαλαμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/