βεργινάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βεργινάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βεργινάδα ἡ, Ἤπ. (Πωγών.) Κύπρ. Νάξ. Πελοπν. (Γορτυν.) -Λεξ. ’Ελευδερουδ. Μ᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. βιργινάδα Ἴμβρ. Μακεδ. (Βλάστ. Σισάν.) βιρνάδα Σαμοθρ. βιινάδα Σαμοθρ. βερινάδα Πελοπν. (Λιγουρ.) βεργινάα Κάρπ. βερκινάα Κύπρ. βιρκινάα Κύπρ. βιρτζινάδα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. vergine.

Σημασιολογία

1) Γυνὴ ραδινὴ καὶ εὐσταλὴς Μακεδ. (Βλάστ. Σισάν.) Συνών. βεργούλλα. 2) Νεαρὰ φορβὰς μέχρι δύο ἐτῶν Ἴμβρ. Κάρπ. Κύπρ. Νάξ. Πελοπν. (Γορτυν. Λιγουρ.) Σαμοθρ. -Λεξ. 'Ελευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.: Θὰ σαμαρώσουμ' φέτου d’ βιργινάδα μας Ἴμβρ. Συνών. βεργινάδι 1. 3) Εἶδος χοροῦ Ἤπ. (Πωγών.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/