βερεμιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βερεμιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βερεμιˬάρις ἐπίθ. Εὔβ. (Κουρ.) Κρήτ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Βούρβουρ.) -Γ᾿Επαχτίτ. ἐν ’Ανθολ. Η Ἀποστολίδ. 88 -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βερέμι καὶ τῆς καταλ. –ιˬάρις.

Σημασιολογία

1) Βερέμης 1, ὃ ἰδ., Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) -Γ’Επαχτίτ. ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: ᾎσμ. ᾽Εμένα ἡ δυχατέρα μου εἶν᾿ ἥλιˬος καὶ φεγγάρι κιˬ ἂν τὴν ἰδῇς, κακόμοιρε, γίνεσαι βερεμιˬάρις Βούρβουρ. - Ποίημ. Γιˬατὶ κοιτάει καὶ γνο͜ιάζεται γιˬὰ μὲ τὸ βερεμιˬάρι, ποῦ μὲ βαραίνουν τά σκουτιˬά, μὲ δέρνουν τά τσαπράζιˬα Γ'Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. 2) Βερέμης 2, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Κουρ.) 3) Βερέμης 3, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Αἰγιάλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/