βερῖνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερῖνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βερῖνα ἡ, σύνηθ. ὡς ναυτικὸς ὅρ. βιρῑνα Σάμ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ Ἰταλ. verina.
Σημασιολογία
1) Συστροφῆ σχοινίου ἢ ἁλύσεως σύνηθ.: Τὸ σκοινὶ-ἡ ἁλυσσίδα παίρνει βερῖνες. 2) Μεταφ. περιστροφή, ὑπεκφυγὴ Σάμ.: Τί μοῦ κά’ς αὐτὲς τοὶς βιρῖνις;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA