βερνίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερνίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βερνίκι τό, κοιν. βιρνί’ βόρ. ἰδιώμ. βερνίτσι Καλαβρ. (Μπόβ.) κ.ἀ. βιρνίτσ’ Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βερενίκιον. Κατὰ Κορ. Ἄτ. 4,53 καὶ Gmeyer Neugr. Stud. 4,18 ἐκ τοῦ μεσν. Λατιν. vernicium Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) ’Επίχρισμα χρώματος στιλπνὸν κοιν: Βερνίκι τοῦ πατώματος-τῶν παπουτσιˬῶν-τῶν ἐπίπλων. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. (Καστορ.) 2) Μεταφ. ἐπιφανειακὸν προσὸν σύνηθ.: Βερνίκι εὐγενείας-πολιτισμοῦ-σοφίας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA