βέρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βέρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βέρος ἐπίθ. σύνηθ. βέρους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. vero.

Σημασιολογία

1) ᾽Αληθής, εἰλικρινὴς: Βέρος ἄνθρωπος. Συνών. ντόμπρος. Πβ. ἄψευτος. 2) Γνήσιος: Βέρος Ἀθηναίος-Μανιˬάτης-Μωραΐτης-Ρωμα͜ιός. Χρυσάφι βέρο. Βέρο Σαμιˬώτικο κρασί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/