βέρσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βέρσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βέρσο τό, Κεφαλλ. Κρήτ. Χίος.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βέρσο, ὃ ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. verso.
Σημασιολογία
1) Μουσικὴ στροφὴ τῶν ᾠδικῶν πτηνῶν Κεφαλλ.: Αὐτὸ τὸ καναρίνι ἔχει ὡραῖα βέρσα Κεφαλλ. 2) Σκωπτικὸν ποίημα, σκωπτικὴ φράσις Χίος. 3) Πληθ., παθήματα καὶ κακαὶ πράξεις Κρήτ.: Ἤμαθα τά βέρσα dου. Ἄκουσε τὰ βέρσα ’ποῦ ’παθε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA