βῆμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βῆμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βῆμα τό, κοιν. καὶ Καππ. Πόντ.(Οἰν.) Τσακων. βῆμαν Κύπρ. δῆμα Ζάκ. Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κάλυμν. Νίσυρ. Παξ. Πελοπν. (Οἰν. Καλάβρυτ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Λοκρ.) Σύμ -Λεξ. ΜἘγκυκλ. δῆμαν Πόντ. Τῆλ. βδῆμα ᾿Ιων. (Σμύρν.) Μεγίστ. δῆμο Α.Ρουμελ. (Καρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) δῆμος ὁ, Πελοπν. (᾿Επίδ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βῆμα. Τὸ βῆμαν καὶ μεσν.
Σημασιολογία
1) Ἑκάστη κίνησις τοῦ ποδὸς βαδίζοντος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Οἰν.) Τσακων.: Κάνω ἕνα βῆμα ἐμπρὸς-πίσω. Ἅμα πάω δυˬὸ βήματα κουράζομαι κοιν. || Φρ. ᾽Ανοίγω τὸ βῆμα (βαδίζω ταχύτερον). Κατὰ βῆμα (κατὰ πόδας). Δυˬὸ βήματα (πολὺ πλησίον) σύνηθ. Πάει μὲ τὸ βῆμα ἢ βῆμα βῆμα (βαδίζει βραδέως) Ἀρκαδ. Πάει βῆμα βῆμα (πορεύεται δρομαίως) ᾽Αντικύθ. Κρήτ. Συνών. ζάλο. 2) Πληθ., ὁ ἦχος τῶν βημάτων κοιν.: Ἄκουσα βήματα καὶ ξύπνησα. Συνών. περπάτημα, ποδοβολητό, ποδολασιˬά. 3) Τὸ βάθρον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁμιλεῖ τις πρὸς συνηγμένους ἀνθρώπους λόγ σύνηθ.: ᾿Ανεβαίνω ᾽ς τὸ βῆμα νά μιλήσω-νὰ βγάλω λόγο κττ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Θουκ. 2,34 «προελθὼν ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούοιτο ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου, ἔλεγε τοιάδε». 4) Τὸ τρίτον μέρος τοῦ ναοῦ, τὸ ἐσώτατον, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπάρχει ἡ ἁγία τράπεζα πρὸς τέλεσιν τῆς λειτουργίας κοιν.: Τὸ ἅγιˬο βῆμα τῆς ἐκκλησίας κοιν. || ᾎσμ. ’Σκύψα νὰ δῶ τὸν οὐρανὸν τσ᾽ εἶδα ’κκλησιˬὰ μέ βδῆμα, εἶδα τσαί τὴν ἀγάπη μου ’ς τὴ μέσην τσ᾽ ἐπροσκύνα Μεγίστ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Συνών. ἅγιˬο-βῆμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA