βηματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βηματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βηματίζω λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. βηματίζω.
Σημασιολογία
Κάμνω βήματα, βαδίζω: Τὸν ἄκουα ποῦ βημάτιζε ὅλη νύχτα ’ς τὸ δωμάτιό του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA